«Οι Ρώσοι διαθέτουν συλλογική συνείδηση, ενώ οι Ουκρανοί ατομική».
Από αυτήν την κομβική φράση που είχε αναφέρει σε μια προ ετών συνέντευξή του ο (ουκρανικής καταγωγής) ρώσος συγγραφέας Αντρέι Κούρκοφ ξεκινάει το μυθιστόρημά του «Γκρίζες Μέλισσες».
Κινούμενο προσεκτικά, αλλά την ίδια στιγμή εξαιρετικά ριψοκίνδυνα, πάνω στην λεπτή γραμμή του ρωσικού υπαρξισμού που αρχικά όρισαν από κοινού ο Γκογκόλ και ο Ντοστογιέφσκι και επανακαθόρισε στη συνέχεια ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, όλο το βιβλίο αποτελεί μια ελεγεία πάνω στο συγκεκριμένο χρώμα –το αγαπημένο του συγγραφέα, καθώς, όπως αναφέρει με το στόμα του ίδιου του πρωταγωνιστή στο βιβλίο του, «το γκρίζο μπορεί να είναι ένα εξαιρετικά φωτεινό χρώμα. Μπορώ να διακρίνω μέχρι και είκοσι αποχρώσεις του. Και αν ήμουν αρκετά μορφωμένος, θα μπορούσα να βγάλω μέχρι και ένα όνομα για κάθε μία από αυτές».
Στις «Γκρίζες Μέλισσες» λοιπόν, το γκρίζο χρώμα κυριαρχεί –μόνο που ο συγγραφέας αυτό δεν το αναφέρει για κακό. Του αρέσει να κινείται πάνω στην γκρίζα ζώνη της «εθνικής λογοτεχνίας» (το συγκεκριμένο βιβλίο, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2018, κατηγορήθηκε ως «εθνικιστικό» -και φυσικά κάθε άλλο παρά εθνικιστικό είναι). Όπως αντίστοιχα στον πρωταγωνιστή του, τον Σεργκέι Σεργκέγιτς, του αρέσει στην πραγματικότητα που κατοικεί μόνιμα στην γκρίζα ζώνη της πολεμικής σύρραξης Ρωσίας-Ουκρανίας, σε ένα χωριό κοντά στην πόλη του Ντονμπάς, το θέατρο τόσων εχθροπραξιών ανάμεσα σε γηγενείς Ουκρανούς και ρωσόφωνους (και ρωσόφιλους) Ουκρανούς από το 2014 μέχρι σήμερα.
Δεν είναι μόνο το περιρρέον περιβάλλον του χωριού Μάλαγια Σταρογκράντοφκα μια γκρίζα εσχατιά στη μέση του πουθενά, είναι και η ίδια η ύπαρξη του Σεργκέι, ο οποίος στην αρχή του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι από μικρός του άρεσε να ντύνεται με γκρίζα ρούχα και κοστούμια, αρνούμενος πεισματικά να εντάξει την πολυχρωμία όχι μόνο στον ενδυματολογικό του κώδικα, αλλά και στην ίδια του την καθημερινότητα.
Έχοντας λοιπόν, ουσιαστικά και τυπικά, μπει σε ένα mode απλής επιβίωσης δίχως εκπλήξεις στην καθημερινότητα του (σαν να ζει σε μια αυτοσχέδια γυάλα, όπως ο Thom Yorke στο βιντεοκλίπ του τραγουδιού «No Surprises» των Radiohead), έχει αποφασίσει οριστικά και αμετάκλητα για τον εαυτό του ότι θα είναι ένας φιλήσυχος μελισσοκόμος που διαμένει στο Μάλαγια Σταρογκράντοφκα, το οποίο βρίσκεται σε αυτήν ακριβώς την γκρίζα ζώνη.
Στο χωριό αυτό είναι ο μόνος κάτοικος, μαζί με τον πρώην συμμαθητή του, τον Πάσκα, ο οποίος είναι ξεκάθαρα με την άλλη πλευρά, αυτή των ρωσόφωνων Ουκρανών που περιμένουν από την «Μαμά Ρωσία» να τους σώσει. Οι δυο τους είναι, όπως το αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, «φίλοι και εχθροί μαζί», δηλαδή η αντιπάθεια ανάμεσά τους είναι μεν άσβεστη, αλλά από την άλλη αμφότεροι κινούνται πάνω στον δρόμο του πραγματισμού και αποδέχονται ρεαλιστικά ότι «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε», καθώς είναι αποκλεισμένοι σε ένα χωριό και σύντομα, σχεδόν νομοτελειακά, ο ένας θα ζητήσει την βοήθεια του άλλου για κάτι.
Κοινώς, ο μόνος δρόμος για την επιβίωσή τους περνάει μέσα από το… «θάψιμο του τσεκουριού» της μεταξύ τους αντιπάθειας και της όλο και πιο αδήριτης απόπειρας να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο καίτοι τόσο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον -κυρίως επειδή ο Πάσκα εμφορείται από συναισθήματα φιλορωσικού υπερ-πατριωτισμού και ο Σεργκέι είναι ένας χαλαρός, απολιτίκ τύπος που δεν τον πολυνοιάζει τι θα γίνει στην χώρα του –αρκεί τα μελίσσια του να είναι καλά.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου κυλάει αργά, αλλά καθόλου βασανιστικά, καθώς, στα πρότυπα του ράθυμου στιλ γραφής του Γκογκόλ [ο οποίος, διόλου τυχαία, έχει γράψει και αυτός ένα μυθιστόρημα με θέμα του έναν μελισσοκόμο], παρακολουθούμε τον Σεργκέγιτς να φροντίζει τα μελίσσια του, υπό τους ήχους και τις φωταψίες των μαινόμενων εχθροπραξιών στο φόντο, εκτός της γκρίζας ζώνης της Μάλαγια Σταρογκράντοφκα.
Τα προβλήματα ξεκινάνε όταν οι εχθροπραξίες αρχίζουν να πλησιάζουν το χωριό. Οι ήχοι από τους βομβαρδισμούς γίνονται όλο και πιο συχνοί –όλο και πιο κοντά. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο: «Δεν χρειάζεσαι πλέον καν να τεντώσεις τα αυτιά σου προκειμένου να ακούσεις τους ήχους από τους παρακείμενους βομβαρδισμούς».
Τα μελίσσια έχουν αναστατωθεί. Είναι ανήσυχα. Παράγουν λιγότερο μέλι σε σχέση με παλιά. Οπότε ο Σεργκέι αποφασίζει να κάνει το μόνο λογικό επόμενο βήμα: τα φορτώνει όλα στο Lada του και τα πηγαίνει κάπου μακριά από το θέατρο των εχθροπραξιών (και του παραλόγου): στην γειτονική και σχετικά ήρεμη Κριμαία, σε ένα… resort για μέλισσες που διατηρεί ένας φίλος του.
Από το ταξίδι αυτό, το ιδιότυπο μελισσοκομικό road-trip, ξεκινάει ουσιαστικά το δεύτερο μέρος του βιβλίου που είναι απείρως πιο σπιντάτο και γρήγορο, με γεγονότα να λαμβάνουν χώρα σελίδα παρά σελίδα και διάφορες καταστάσεις να βάζουν διαρκώς σε σκέψη και εγρήγορση τον Σεργκέι, η ζωή του οποίου ούτως ή άλλως άλλαξε ραγδαία και από εκεί που περίμενε ότι θα περάσει την δύση της ζωής του στο χωριό του, τώρα αναγκάζεται να γίνει νομάς μέσα στην ουκρανική ενδοχώρα για χάρη των μελισσιών του.
Λόγου χάρη, μετά από λίγο καιρό στην Κριμαία, ο μελισσοκόμος παρατηρεί μια αλλαγή στις διαθέσεις και τις συνήθειες των μελισσών του. Σαν να μεταμορφώθηκαν προς το χειρότερο, με το που μετακόμισαν στην Κριμαία και συγκεκριμένα στο χωριό Βέσελε (που στα ουκρανικά σημαίνει «Χαρούμενο»).
Όταν πάει να βάλει στην κεντρική κηρύθρα μερικά νέα μελίσσια από μια άλλη, μικρότερη, παρατηρεί ότι τα μελίσσια της μεγάλης κηρύθρας δεν έκαναν, ως είθισται, χώρο για να υποδεχτούν τα καινούργια μέλη της φωλιάς. Ο Σεργκέι εκνευρίζεται και απευθυνόμενες στις μέλισσες τις ρωτάει: «τι πάθατε; Γιατί συμπεριφέρεστε όπως οι άνθρωποι;»
Η ζωή του μελισσοκόμου αλλάζει συνεχώς, ημέρα με την ημέρα –και όχι πάντα προς το καλύτερο. Π.χ. ένα πρωί που φροντίζει τα μελίσσια του, δέχεται την απρόκλητη επίθεση ενός ουκρανού στρατιώτη που πάσχει από μετατραυματικό σοκ λόγω του πολέμου, ο οποίος και απειλεί να τον σκοτώσει. Αυτό που τον κάνει να νιώθει κάπως καλύτερα είναι η σχέση του με μια ντόπια γυναίκα, αν και ο συγγραφέας καθιστά σε κάθε σελίδα σαφές το ότι για τον Σεργκέι τίποτα δεν θα γίνει ποτέ πιο σημαντικό στην ζωή του από τα ίδια τα μελίσσια του.
Το δε τέλος του βιβλίου είναι μια πραγματική σπουδή στην ρωσική λογοτεχνία, καθώς μετά από σχεδόν ένα χρόνο στο Βέσελε, ο Σεργκέι συνειδητοποιεί την ματαιότητα του όλου εγχειρήματος. Βλέπει ότι κάποιες από τις μέλισσές του έχουν αποκτήσει, οριστικά και αμετάκλητα, κάποιες άλλες συνήθειες, λόγω της μετοίκησής τους αυτής.
Οπότε κάνει αυτό που θεωρεί ως το πιο σωστό: αφήνει πίσω του στην Κριμαία, όσες κηρύθρες θεωρεί «μολυσμένες» από το ατομικιστικό πνεύμα των ενοίκων τους [συμπτωματικά, παρατηρεί ότι το εσωτερικό των φωλιών έχει γίνει σκούρο γκρι], φορτώνει τις εναπομείνασες «υγιείς» στο Lada του και επιστρέφει ξανά στο χωριό του για το υπόλοιπο της ζωής του, έχοντας αποδεχτεί ολοκληρωτικά (και σχεδόν ολιστικά) ότι αυτή η γκριζάδα θα τον ακολουθεί μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή.
❈ Οι «Γκρίζες Μέλισσες» κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.