Η «Βέρα» δεν είναι ένα βιβλίο για το καλοκαίρι και την ίδια ακριβώς στιγμή είναι το κατάλληλο βιβλίο για σένα που έχεις ξεμείνει στην πόλη κατακαλόκαιρο την ώρα που όλο σου το είναι φλέγεται και λαχταρά το φευγιό. Σου προκαλεί το ίδιο μούδιασμα, την ίδια δυσθυμία, το ίδιο πνιγηρό συναίσθημα στον οισοφάγο όπως ακριβώς το αβάσταχτο καλοκαίρι στην πόλη που προσποιείσαι ότι απολαμβάνεις την καλοκαιρινή ραστώνη ενώ θες να κάνεις τα τζιτζίκια στο παράθυρό σου να σκάσουν, ενώ θες να γδάρεις το μονίμως ιδρωμένο σου δέρμα και να φτύσεις τα μπάνια του λαού στα μούτρα τους.
Η «Βέρα» δεν έχει εποχή, δεν έχει χρόνο, τόπο ούτε προορισμό. Εγκαταλείπει το σπίτι και την μάνα της, καβαλάει ένα Φορντ Έσκορντ Τζι Ελ – η μοναδική κληρονομιά που της άφησε ο πατέρας της – και φεύγει για εκεί που δεν ξέρει ούτε η ίδια. Κυκλοφορεί εκεί έξω, σταματάει σε όποια πόλη της καπνίσει και γράφει κασέτες στον φίλο της τον Φάνη που έχει εξαφανιστεί και κανένας δεν γνωρίζει που βρίσκεται.
Εδώ μιλάμε για κραυγή. Είναι ο πόθος για ζωή ντυμένος με τα ρούχα της ματαιότητας. «Μουρμουρίζω και γκρινιάζω, μια ζωή αυτό κάνω. Ερωτεύομαι κι απογοητεύομαι… ναι, αυτό κάνω. Σκέφτομαι ν’ αυτοκτονήσω και ζητιανεύω για ζωή… σίχαμα. Παραιτούμαι και παλεύω για λίγη ακόμη αντοχή».
Έχει το θράσος να δραπετεύει απ’ τις σελίδες και να αποκτά υπόσταση, σιλουέτα, βλέμμα, μυρωδιά. Ο αναγνώστης αδυνατεί να ταυτιστεί μαζί της γιατί η ίδια αδιαφορεί για κάθε είδους ταύτιση, αναγνώριση, αποδοχή. «Μιλάω συνέχεια για τα ίδια πράγματα. Κοιτάζω στα μάτια και συνεχίζω να λέω ψέματα. Θέλω να μ’ αφήσει ήσυχη ακόμα και η ίδια η μοναξιά».
Όσο σε απωθεί άλλο τόσο κάνει κατάληψη στη σκέψη σου ως Ο ΕΡΩΤΑΣ απ’ τον οποίο δε θα γινόσουν ποτέ καλά. «Πολλή κουβέντα για τον έρωτα και από θάνατο τζίφος», ούρλιαξε σε μια νταλίκα που κάρφωνε την εθνική.
Η «Βέρα» γεννήθηκε στο μυαλό ενός άντρα κι ίσως αυτό είναι που την κάνει τόσο διαολεμένα γοητευτική.
*Το βιβλίο «Βέρα» του Γιάννη Ζελιαναίου κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Bibliotheque.