«Είναι σαν να έκανε μόλις έναν ελαφρύ περίπατο στην εξοχή».
Με αυτή την πρόταση περιέγραψε ο Guardian τον τερματισμό του Εμίλ Ζάτοπεκ στον Mαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Ελσίνκι, το 1952.
Του τεράστιου αυτού δρομέα μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, ο οποίος γεννήθηκε πριν ακριβώς έναν αιώνα, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922, στο Κοπρίβνιτσε της Τσεχοσλοβακίας (που σήμερα υπάγεται στην Τσεχία). Του ερασιτέχνη δρομέα που ξεκίνησε να εργάζεται σε εργοστάσιο παπουτσιών στο Ζλιν, εκεί όπου ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το τρέξιμο, έχοντας ως πρότυπο τον φινλανδό δρομέα μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, Πάαβο Νούρμι.
Του επονομαζόμενου και «ανθρώπου-ατμομηχανή», λόγω του εντελώς ανορθόδοξου στιλ τρεξίματος που είχε: σε όλη τη διάρκεια της κούρσας κουνούσε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, δίνοντας την αίσθηση ότι θα κατερρεύσει ανά πάσα στιγμή. «Έμοιαζε σαν να παλεύει με ένα χταπόδι», έγραψε μια εφημερίδα της εποχής εκείνης, ενώ μια άλλη συμπλήρωσε ότι «έτρεχε σαν ένας άνθρωπος με μια θηλιά γύρω από τον λαιμό του και φαινόταν να βρίσκεται στα πρόθυρα της ασφυξίας».
Και όμως, ο δρομέας αυτός, στα 30 του χρόνια κατάφερε το ανήκουστο: Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι πέτυχε τον άθλο της κατάκτησης τριών χρυσών μεταλλίων στα αγωνίσματα των 5.000 μ., 10.000 μ. και του Μαραθωνίου δρόμου, όπως εύγλωττα αναφέρει το κόμικ «Ζάτοπεκ» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Το graphic novel που κυκλοφόρησε με αφορμή την συμπλήρωση 100 ετών από την γέννησή του περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο όλη την ζωή και την καριέρα του τσεχοσλοβάκου αθλητή, από τα πρώτα του βήματα μέχρι τον θάνατό του, τον Νοέμβριο του 2000, σε ηλικία 78 ετών.
Τον «συλλαμβάνει» στα 14 του χρόνια, το 1936, όταν είχε στον νου του μόνο ένα πράγμα: να γίνει δάσκαλος σε σχολείο επειδή λάτρευε τα παιδιά. Και κατόπιν όλη την μετεωρική του άνοδο, από ένας απλός εργαζόμενος στο εργοστάσιο παπουτσιών Bata, μέχρι την πρώτη του κούρσα, στα 18 του χρόνια, το 1940.
Την πρώτη συμμετοχή του σε Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1948, στο Λονδίνο, εκείπου γνώρισε την μελλοντική του γυναίκα και σύντροφο της ζωής του, την τσέχοσλοβάκα ακοντίστρια Ντάνα Ινγκρόβα. Είχαν γεννηθεί την ίδια ημερομηνία, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922.Η αγάπη τους γεννήθηκε εκείνες τις ημέρες στην αγγλική πρωτεύουσα. Μόλις τελείωσαν οι αγώνες, ο Ζάτοπεκ πήγε στο Πικαντίλι Σέρκους και αγόρασε δύο χρυσά δαχτυλίδια από ένα κοσμηματοπωλείο. Της έκανε πρόταση γάμου λέγοντάς της: «γεννηθήκαμε την ίδια μέρα. Τι θα γινόταν αν παντρευόμασταν και την ίδια μέρα;» Φοβερός τύπος.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στα 10.000 μέτρα και το ασημένιο στο αγώνισμα των 5.000 μέτρων.
Η επιτυχία του Ζάτοπεκ, σύμφωνα με το κόμικ, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε ένα ανορθόδοξο πρόγραμμα προπόνησης. Επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τον Πάαβο Νούρμι, άρχισε να πειραματίζεται μόνος του με διάφορες τεχνικές προπόνησης, αναπτύσσοντας τη λεγόμενη «διαλειμματική προπόνηση»: μια τεχνική ανάπτυξης της αντοχής με την εναλλαγή σκληρής δραστηριότητας (δηλαδή γρήγορα σπρινταρίσματα) με διαστήματα λιγότερο έντονης άσκησης (τζόκινγκ).
Το 1950, αυτή η τεχνική αρχικά χλευάστηκε από πολλούς συναδέλφους και συναθλητές του, αλλά σταδιακά έγινε βασικός κανόνας στα προγράμματα προπόνησης των περισσότερων αθλητών στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
«Το τρέξιμο είναι αρκετά κατανοητό ως άθλημα. Πρέπει να είσαι γρήγορος και να έχεις αντοχή. Οπότε τρέχεις γρήγορα για να αποκτήσεις ταχύτητα και επαναλαμβάνεις τις κούρσες για να αποκτήσεις αντοχή», συνήθιζε να λέει ο ίδιος στην γυναίκα του. Και πραγματικά, οι προπονήσεις του γειτνίαζαν συχνά με τον πόνο. Σωματικό και ψυχικό.
Ξεκινούσε τις προπονήσεις του με πέντε σπριντ των 200 μέτρων, συνέχιζε με 20 τρεξίματα των 400 μέτρων και τελείωνε με πέντε σπριντ 200 μέτρων. Και σταδιακά, όσο περνούσαν οι μήνες και έβλεπε ότι το σώμα του το άντεχε όλο αυτό, ανέβαζε και τους ρυθμούς προπόνησης. Υπήρχε εποχή που έκανε 100 τετρακοσάρια τη μέρα, 50 το πρωί και 50 το απόγευμα.
«Eίναι τα όρια μεταξύ του πόνου και της οδύνης, που ξεχωρίζουν τους άνδρες από τα αγόρια», επεσήμαινε σχετικά ο Ζάτοπεκ, σε μια απόπειρα να ξεπεράσει πάση θυσία τα όρια του ίδιου του σώματός του, προκειμένου να φτάσει στην κορυφή. Στο Νο1.
Από το 1949 έως το 1951, ο Ζάτοπεκ έτρεξε σε 69 κούρσες και είχε ισάριθμες νίκες. Και το 1952 ήταν η χρονιά του. Ο κολοφώνας του. Τρία χρυσά μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το 1954, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βέρνης, υπερασπίστηκε με επιτυχία τον τίτλο του στα 10.000 μέτρα ενώ κατετάγη τρίτος στο αγώνισμα των 5.000 μέτρων. Το 1956, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης, συμμετείχε στον μαραθώνιο δρόμο, τερματίζοντας στην έκτη θέση. Το 1957 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, στα 35 του χρόνια.
Στο εξαιρετικό κόμικ, ο αναγνώστης μαθαίνει και για άλλες λεπτομέρειες της ζωής του, όπως για το σθένος και το θάρρος του να σταθεί ενάντια στο καθεστώς και να υπερασπιστεί τον συμπατριώτη του, δρομέα Στάνισλαβ Γιούνγκβιρτ. Ο Ζάτοπεκ πίεσε την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας ώστε ο συναθλητής του να μπορέσει να συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες, παρόλο που ήταν στη «μαύρη λίστα» για πολιτικούς λόγους (βασικά για λόγους μη-συμμόρφωσης απέναντι στα κομμουνιστικά ιδεώση).
Αυτή του η στάση είχε ως αποτέλεσμα τον σταδιακό του εξοστρακισμό από την δημόσια ζωή της χώρας του και την μεταμόρφωσή του, ξαφνικά, από «εθνικό ήρωα» σε «μαύρο πρόβατο» του καθεστώτος.
Το 1968, οι Σοβιετικοί τον «καρατόμησαν» από αξιωματικό του τσεχοσλοβάκικου στρατού ως δημόσιο υποστηρικτή των δυτικών αντιδράσεων και της «Άνοιξης της Πράγας» η οποία κατέληξε με την άκρως αιματηρή επέμβαση του σοβιετικού στρατού στην τσεχοσλοβακική πρωτεύουσα.
Ο Ζάτοπεκ οδηγήθηκε σε ορυχεία ουρανίου, στα οποία εργάστηκε για πάνω από επτά χρόνια. Αλλά ακόμη και εκεί, σπάζοντας πέτρες με την αξίνα του, δεν έχασε το χιούμορ του, γράφοντας στην γυναίκα του γράμαμτα και επιστολές και αναφέροντάς της το εξής αμίμητο: «η γη είναι ωραία, όχι μόνο από πάνω αλλά και από μέσα».
*Το κόμικ «Ζάτοπεκ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.