Διαβάζω βιβλία όπως άλλοι παίρνουν χάπια – και χθες το χρειαζόμουν μετά από μια βαρβαρότητα. Το πρωί πλήρωσα 120 ευρώ σε δημόσιο νοσοκομείο – για μια απλή τυπική εξέταση, γιατί ακόμη δεν έχουν το “σωστό” πρωτόκολλο. Η εξέταση ήταν μια απλή δειγματοληψία που στην Αγγλία την κάνεις δωρεάν και προληπτικά σε μια οποιαδήποτε κλινική του δημόσιου συστήματος υγείας για ήπια, ιάσιμα, ασυμπτωματικά ΣΜΝ – τύπου χλαμύδια. Είναι μια χαλαρή και ανώδυνη ρουτίνα. Και έτσι έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου αλλά και στους άλλους – και η ερωτική σου ζωή είναι ανοιχτή, ευέλικτη και θαρραλέα. Η ιατρική σου ανοίγει τα φτερά: δεν σε φρονηματίζει και δεν σε τρομοκρατεί. Κυρίως δεν σου θέτει ηλίθια ηθικά διλήμματα που έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία. Έτσι νιώθεις άνετα να μιλάς και να φλερτάρεις με αγνώστους – και να χορεύεις ταγκό με τον απρόβλεπτο. Ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Πέρασα την υπόλοιπη μέρα κάνοντας ασύδοτο και απροφύλακτο έρωτα με τον ήλιο – στο κέντρο της πόλης. Περιφέρθηκα σε μουσεία, καφέ και βιβλιοπωλεία. Στην ταράτσα του Public διάβασα μονορούφι το “Ελσίνκι“, το νέο βιβλίο του γλυκύτατου Θοδωρή Γρηγοριάδη – ένα βιβλίο που μιλά για μια σχέση που ξεκινά απρόβλεπτα: οδηγάς σπίτι σου και στο δρόμο βλέπεις ένα ελκυστικό άνδρα. Ένα τύπο ανθρώπου που τα δελτία ειδήσεων συνήθως παρουσιάζουν σαν κοινωνικό ιό, κινούμενη εστία μόλυνσης και πολιτισμικό παράσιτο. Δηλαδή ένα σούπερ σέξι μεταναστάτη – και στην περίπτωση αυτή Κούρδο από το Ιράκ. Και φυσικά, του πιάνεις συζήτηση, τον βάζεις στο αμάξι σου και τον καλείς σπίτι σου. Και μετά… γίνεσαι είδηση σε αιμοβόρα δελτία ειδήσεων; Λάθος.
Μετά (από 20 χρόνια) πας στο Αερόστατο του Παγκρατίου για να παρουσίασεις ένα αισθαντικό βιβλίο που αφηγείται τη σχέση που αναπτύξατε διασχίζοντας διάφορες δεκαετίες, οικονομικές κρίσεις, συγκατοικήσεις, χωρισμούς, γάμους, ξεσπιτώματα και μετακινήσεις -νόμιμες και ημιμόνιμες- από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο.
Όλες οι παρουσιάσεις βιβλίων -παγκοσμίως- έχουν πολύ χώρο για παραστατική απογείωση. Γιατί να μιλάμε μόνο; Ας παίξουμε και λίγο. Ειδικά όταν τα εν λόγω βιβλία βασίζονται σε σκηνικά και ιστορίες που όταν τα αναλαμβάνει το TikTok γίνονται viral. Στα σημερινά ίντερνετς, παρόμοιες αυθόρμητες καταστάσεις -σαν τη σκηνή γνωριμίας του αφηγητή με τον εραστή/σύντροφο του- φιλοτεχνούνται σαν φαντασιώσεις. Άπειρα βιντεάκια παρουσιάζουν οδηγούς που καλούν περαστικούς στο αμάξι τους. Ίσως για ένα κομμάτι της γενιάς των dating apps να παραμείνει μόνο αυτό: μια ονερική απόσπαση προσοχής στην οθόνη του κινητού τους. Όχι το ξεκίνημα ενός ερωτικού βιώματος και το στήσιμο μιας εναλλακτικής συγγένειας σαν αυτή που ξετυλίγεται στο βιβλίο.
Στο βιβλίο η ερωτική σχέση μεταμορφώνεται σε ένα είδος δεσμού που δεν κόβεται ούτε από φευγαλέες παρορμήσεις, ούτε από ένσιχτα κτητικότητας. Ο αφηγητής μας πονάει αλλά δεν κόβει το δεσμό όταν ο συντροφος του παντρεύεται. Να μια απλή και συνταρακτική μαρτυρία για την έννοια της απελευθερωσης – πέρα από το αίτημα του γάμου.
Ο άντρας που κάλεσες στο αμάξι σου συμμετέχει στη ζωή σου και σαν πορνοστάρ και σαν συντροφος και σαν συγγενής – όλα αυτά μαζί σε ένα ιδιόμορφο παζλ που τινάζει στον αέρα τις συμβάσεις μελοδράματος, πορνό και θρίλερ που συνήθως συνοδεύουν αντίστοιχα σενάρια ψαρέματος ενός «αγνώστου στο δρόμο, που θέλει να σε ληστέψει, να σε σφάξει ή να σε εκμεταλλευτεί.»
Τι κρίμα που το κλίμα δαιμονικής συντήρησης που ζούμε δεν θα παραχωρούσε ποτέ το δικαίωμα σε ένα στρέιτ συγγραφέα όχι απλά να αφηγηθεί, αλλά ούτε καν να διανοηθεί να προσκαλέσει μια νεαρή άγνωστη μετανάστρια στο αμάξι του (χωρίς μετά να ειδοποιηθεί η αστυνομία, οι πρωινές εκπομπές και οι ντουντούκες του τρόμου).
Πάντως η αλήθεια είναι ότι αυτός ο παλμός κοινωνικότητας ταιριάζει γάντι με το καμβά μια πόλης που κοχλάζει γλυκά ακόμη και όταν συναντιόμαστε για να μιλήσουμε για βιβλία. Στο καφέ μπαρ μαζεύτηκαν ετερόκλητες υπάρξεις. Τα πάντα είχε ο μπαξές: από νεόκοπους συγγραφείς και καλόβολες κυρίες μέχρι τηλεοπτικά σελέμπριτι και χορογράφους. Μετά από τόσα χρόνια στας Αγγλίας, εκεί πρέπει να πω: η κοινωνικότητα ακόμη και της τραυματικής Αθήνας σε χαϊδεύει στο πρόσωπο -εκτός οθόνης- και ας είναι λίγο σαν το φύσημα του αέρα, που έρχεται και φεύγει και μετά κάνει παφ και εξαφανίζεται – και σε αφήνει να κοιτάς το ταβάνι αναρωτιόμενος πως πέρασε η ζωή σου και που πήγαν όλοι;
Και αυτή ακριβώς η αμφιταλάντευση είναι κεντρικό μοτίβο στην αφήγηση του Θοδωρή – η γλυκύτητα που γλιστρά απρόσμενα μέσα στην οικειότητα της ζωής σου και μετά πάλι γλιστρά έξω της. Σχεδόν το ίδιο απρόσμενα, αν και όχι εντελώς απροειδοποίητα. Και εδώ αναβλύζει και μεγάλη ωριμότητα του βιβλίου. Η απροσποίητη φωνή του αφηγητή χτίζει υποδόριες παγίδες αφινιδιασμού. Ακριβώς επειδή δεν ζορίζεται να εντυπωσιάσει με εκφραστικές φιγούρες, σου τραβάζει το χαλί κάτω από τα πόδια σου, όταν δεν το περιμένεις. Είναι σαν μια ιστορία που στην αφηγείται ένας κολλητός σου εμπιστευτικά, δείχνοντας σου ακόμη και αποσπάσματα από τα chat στο κινητό. Τον πιστεύεις. Το ύφος παράγει μια σχέση εμπιστοσύνης που ξαφνικά ραγίζει και σε ραντίζει με παράνοια και δευτέρες σκέψεις. Μέχρι το τέλος του βιβλίου τίποτα δεν θα παραμείνει ακριβώς αξιόπιστο: ούτε η φωνή του αφηγητή, ούτε οι ήρωες. Αναρωτιέσαι: τι στο διάλο έγινε. Αφηγητή μου; Σε πιάσαν κορόιδο και μετά έπιασες κορόιδο εμένα; Με έβαλες στη θέση σου, για να μην πάρεις εσύ τη θέση του τελικού κριτή;
Θα πάρω το θάρρος να γίνω κριτής ενός μόνο σχολίου (απ΄ τα πολλά εύστοχα) -που με έκανε να προβληματιστώ- στην πανέξυπνη παρουσίαση της δημοσιογράφου και βιβλιοκριτικού Μικέλας Χαρτουλάρη. Ανέφερε σε κάποια στιγμή ότι ο μουσουλμάνος σύντροφος νιώθει την υποχρέωση να παντρευτεί -να φτιάξει οικογένεια- όχι λόγω της θρησκείας, αλλά λόγω της «πατριαρχίας». Πιάνω το νόημα της ατάκας, αλλά αναρωτιέμαι για τη επιλογή του όρου. Η “επιλογή” του ήρωα για νοικοκυροσύνη δεν φαίνεται να του παραχωρεί κάποιο προνόμιο. Μάλλον το αντίθετο: αναδεικνύει το χρέος του, την ευαλωτότητα του, τη θυσία που πρέπει να κάνει, ακριβώς επειδή είναι “άντρας”, δηλαδή πρωτότοκος αδερφός, προστάτης.
Η πορεία της ζωής του, όπως παρουσιάζεται, δεν τονίζει την υπάρξη ενός κυρίαρχου φύλου, αλλά μιας κυρίαρχης παράδοσης. Δεν είναι μια παράδοση αποκλειστικά μουσουλμανική – δεν είναι όμως ούτε είναι μια παράδοση που ελέγχεται αποκλειστικά από τους άντρες. Ούτε επίσης είναι μια παράδοση αποκλειστικά ευνοϊκή προς ένα φύλο. Είναι μια ευρεία συνθήκη στην οποία ρόλους εξουσίας και βαναυσότητας αναλαμβάνουν εναλλάξ πολλά πρόσωπα, και μάλιστα, συχνά, γυναίκες. Στο “Ελσίνκι” κοπέλες αναλαμβάνουν το μίζερο ρόλο της παρενόχλησης και εκβιασμού, ενώ καταπιεστικές μητέρες πιέζουν για γάμο. Σκέφτομαι ότι η λέξη πατριαρχία είναι πολύ ανεπαρκής για να περιγράψει την περιπλοκότητα αυτών των βιωμάτων. Τόσο στο βιβλίο όσο κι έξω από αυτό, η δυαδική απεικόνιση του κόσμου σε ισχυρά και ασθενή φύλα κατεδαφίζεται. Αυτό που βλέπουμε είναι ισχυρές νοοτροπίες και αμφίρροπα πρόσωπα – τη μια στιγμή θαρραλέα και την άλλη αδύναμα. Όχι δυο στρατιές θυτών και θυμάτων.
Και αυτό ακριβώς είναι το δώρο της λογοτεχνίας. Το ξανακάτεμα της τράπουλας, η ανασύνθεση του χάρτη του κόσμου, η αναδιαταξη των απολαύσεων και των πόνων, και η ικανότητα να βλέπεις τη ζωή όχι μόνο μέσα από ένα σώμα αλλά και μέσα από την προοπτική του ξένου, του επισκέπτη, του συναισθηματικού “μύκητα” που εισβάλλει στην επιδερμίδα των ονείρων και των παρορμήσεων σου και παράγει ένα νέο οικοσύστημα ήθους, πάθους και αμφιβολίας.
➸ ΙΝΦΟ: To βιβλίο “Ελσίνκι”, του Θοδωρή Γρηγοριάδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, 2024.
*Το κείμενο αρχικά δημοσιεύθηκε στο Pyrologio του Αλέξανδρου Πύραυλου