Η Βασιλική Πέτσα έζησε, σπούδασε, βίωσε τη βρετανική πραγματικότητα και ιδιαίτερα την ποδοσφαιρική. Γράφει με χρονική απόσταση και συναισθηματική αποστασιοποίηση για το συλλογικό τραύμα του βρετανικού ποδοσφαίρου το 1989 με 100 νεκρούς και 700 τραυματίες.
Εμπνευσμένο το μυθιστόρημα από το οδυνηρό γεγονός δημιουργεί μια γέφυρα με την Ελλάδα μέσω μιας νεανικής παρέας φίλων. Κοινό τους χαρακτηριστικό η αγάπη για το ποδόσφαιρο και ιδιαίτερα για τη Λίβερπουλ. Η συγγραφέας έμμεσα βρίσκεται να πρωταγωνιστεί – άθελά της φυσικά – στην ατυχή συγκυρία, καθώς ένα μέλος της παρέας είναι ανάμεσα στους νεκρούς.
Το έναυσμα, η αφορμή υπήρχε και πυροδοτήθηκε ως σπίθα συγγραφής από την ελληνική πραγματικότητα (πιθανώς από την τραγωδία των Τεμπών). Αυτή επιτάχυνε, επίσπευσε την ανάγκη της να εκφράσει βαθιές αλήθειες, τη διαχρονική ανθρώπινη μοίρα της στιγμής και ταυτόχρονα καταγγέλλει ταυτόχρονα την αμέλεια, την προχειρότητα, την ελαφρότητα και τις απαράδεκτες παραλείψεις.
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί όλη την πορεία της παρέας από τα ανέμελα εφηβικά χρόνια, την ανεπούλωτη απώλεια, τη μετάλλαξη του ψυχισμού τους και το αγεφύρωτο τραύμα. Ενοχές, μνήμες, θύμηση, αναπόληση. Οι ήρωες της είκοσι χρόνια μετά έχοντας βιώσει ιδιαίτερες ματαιώσεις, προσωπικά αδιέξοδα πασχίζουν να καταφέρουν να συνεχίσουν να κοιτούν μπροστά προς το φως. Η αφηγηματική ροή μας βυθίζει σε ένα ταξίδι προς την επιβίωση.
Η συγγραφέας με σημείο αναφοράς το τραγικό γεγονός που βίωσε συγκινησιακά γνωρίζει πολύ καλά την επιρροή και δημιουργεί με ψύχραιμη οπτική μια ιστορία που δεν δίνει εύκολες απαντήσεις σχετικά με το ασήκωτο φορτίο για όλους τους εμπλεκόμενους. Η αφήγηση λειτουργεί λυτρωτικά, ανακουφιστικά, ευεργετικά. Μπορεί να μην είναι γραμμική, καθώς ξεκινάει το 2009 – στην επέτειο των 20 ετών και στη συνέχεια προσεγγίζει με το δικό της τρόπο το μακρινό για όλους μας 1989.
Ο αφηγηματικός της λόγος δίνει ένα πνιγηρό πολλές φορές θα λέγαμε – στα όρια της ασφυξίας περιεχόμενο. Ο ρυθμός αργόσυρτος από το αδιόρατο πένθος, τις αναμνήσεις που επιστρέφουν, τις εξάρσεις των οικογενειακών στιγμών, τις μουσικές αναφορές τους, που ταξιδεύουν στο χρόνο και ταυτόχρονα ρίχνουν αλάτι στην πληγή, ενώ παράλληλα δίνουν δύναμη, κουράγιο και αντοχή στο δρόμο για τη ζωή.
Όλα τα όνειρα, η νεανική ορμή, γκρεμίζονται από το τραγικό ατύχημα. Όλοι τους συγκλονισμένοι, ξεθεωμένοι, ανίσχυροι, απαρηγόρητοι για την απώλεια του φίλου. Ο πόνος της απώλειας, οι ενοχές βιώνονται διαφορετικά από τον καθένα και αφήνουν βαθύ αποτύπωμα. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει … Ένα μεγάλο “γιατί να ζήσω εγώ και να χαθεί αυτός” υπάρχει στις ζωές όλων. Νιώθουν πως ακόμα αγγίζουν τον φίλο τους, πως δεν τον άφησαν ποτέ, πως τον κρατούν ακόμα. Είναι η τραγικότητα της βιωματικής εγγύτητας, του τελευταίου σφυγμού, της πάλης μέχρι την τελευταία στιγμή, της γκρι διάθεσης. Συνθλίφτηκαν αλλά δεν παραιτήθηκαν.
“Θέλω να θυμάμαι και ξεχνώ, θέλω να ξεχνάω και θυμάμαι”. Αυτή η φράση πηγάζει μέσα από όλες τις λέξεις της Βασιλικής Πέτσα σε αυτό το μυθιστόρημα. Το γεγονός ότι επιλέγει να κρατήσει τον αφηγητή, παρότι ήταν μέλος της παρέας, ανώνυμο σηματοδοτεί πως αυτή η ιστορία ξεπερνά βαθιά το ποδόσφαιρο και το προσωπικό δράμα. Αυτό γίνεται συλλογικό και μας αφορά όλους τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς τη διαχείριση.
Σε αυτή λοιπόν την προσπάθεια η πραγματικότητα αναδεικνύει το δέσιμο της φιλίας και την ανάγει σε υπέρτατη μορφή ανθρώπινης υπόστασης. Μπορεί να υπάρχουν αμήχανες στιγμές, σίγουρα υπάρχουν δύσκολα βράδια, όμως οι λύσεις είναι στο μαζί και στη μνήμη που στην εποχή της λήθης γίνεται ολοένα και δυσκολότερη υπόθεση. Σε κανέναν ο αντίκτυπος δεν είναι ο ίδιος, για κανέναν η επόμενη μέρα δεν είναι ίδια. Η ίδια η ζωή και οι ματαιώσεις της έρχονται να θυμίσουν την αξία εκείνων των ετών, τη σαγήνη των στιγμών και το δράμα του Χέιζελ γίνεται – όσο οξύμωρο και αν ακούγεται – η αφετηρία για τις ιστορίες των επόμενων 30 ετών.
➸ ΙΝΦΟ: Το “Δεν θ’ αργήσω” της Βασιλικής Πέτσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.