Ο Ιάκωβος Τσιαμούρας είχε ξαπλώσει από νωρίς, αλλά με τίποτα δεν του κολλούσε ύπνος. Θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει το πτυσσόμενο κρεβάτι κάτω από το σώμα του, ότι ήταν άβολο, ότι τα ελατήριά του έτριζαν όποτε άλλαζε πλευρό ή ότι το στρώμα του παραήταν λεπτό για έναν άνδρα πενήντα και κάτι ετών, η αλήθεια όμως είναι πως καθόλου δεν έφταιγε το έπιπλο. Εκείνο που έφταιγε ήταν το γεγονός ότι ο άνθρωπος πάνω σε αυτό, αντί να αφεθεί στη σταδιακή χαλάρωση των άκρων και του νου του ώστε να βυθιστεί στον λήθαργο που είχε τόσο πολύ ανάγκη, βασάνιζε τον εαυτό του με το να σκέφτεται διάφορα, όπως έκανε κάθε βράδυ τα τελευταία χρόνια:
Με το που το κεφάλι του ακούμπησε στο μαξιλάρι, έφερε στο μυαλό του το πλήθος των άλυτων προβλημάτων που τον απασχολούσαν. Στάθηκε απέναντί τους και τα εξέτασε πρώτα ένα ένα και στη συνέχεια όλα μαζί, αναζητώντας μάταια κάποια λύση, ενώ εκείνα χοροπηδούσαν και παρήγαν μικρές κραυγές, σαν να τον χλεύαζαν για την αδυναμία του να τα αντιμετωπίσει. Τα παρέταξε στη σειρά, από το αρχαιότερο μέχρι το πιο πρόσφατο, από το σημαντικότερο μέχρι το πιο ελαφρύ, ανά ομάδες βάσει κοινών χαρακτηριστικών, ωστόσο καμία αναδιάταξη από όσες δοκίμασε δεν τον βοήθησε. Απελπισμένος και γεμάτος εκνευρισμό, επιχείρησε ακόμη και να τα μετρήσει –όπως κάποιοι μετρούν λευκά προβατάκια– μήπως και αποκοιμηθεί, αλλά και πάλι τίποτα. Η υπερέντασή του απλώς επιδεινώθηκε.
Κοιτούσε προς το ταβάνι και εκεί έβλεπε να προβάλλονται διάφορες επώδυνες, καθοριστικές σκηνές από τη ζωή του· καταστάσεις για τις οποίες κατηγορούσε διαρκώς τον εαυτό του που δεν είχε ενεργήσει διαφορετικά ή που δεν είχε πει κάτι, αφού, αν το είχε κάνει, ίσως σήμερα να ταλαιπωρούνταν από λιγότερα προβλήματα. Σαν να παρακολουθούσε ταινία, ξαναέβλεπε πώς ακριβώς δεν είχε βρει το θάρρος ή τις κατάλληλες λέξεις όταν έπρεπε, πώς είχε χάσει την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον και πώς τελικά είχε οδηγηθεί στο σημείο, λίγες μέρες πριν την Πρωτοχρονιά, αντί να κοιμάται ήρεμος ή να γιορτάζει –όπως κάθε μοναχικός άνθρωπος φαντάζεται πως κάνουν όλοι οι άλλοι εκτός από τον ίδιο–, να βράζει στο ζουμί του και, με μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι μια καταθλιπτικής κάμαρας, να ονειρεύεται εναλλακτικές εκδοχές μιας πραγματικότητας η οποία ήταν αδύνατον να μεταβληθεί.
Στη συνέχεια, ο Ιάκωβος Τσιαμούρας τα έβαζε με τον παλιάνθρωπο τον αδερφό του, ο οποίος δεν είχε σεβαστεί ούτε τη μάνα τους και, χρόνια τώρα, τον εκμεταλλευόταν και μιλούσε άσχημα για αυτόν, ξεδιπλώνοντας όλο και πιο αποκρουστικές πτυχές της μοχθηρής –κρυφής έως πρόσφατα– φύσης του· της ελεεινής φύσης που έκρυβε καλά πίσω από ένα καλά προβαρισμένο ψεύτικο χαμόγελο και από μια σειρά ακαδημαϊκών πτυχίων. Όχι, φυσικά, πως εκείνος ήταν ο μόνος που είχε εκμεταλλευτεί την αγαθή του φύση και τις καλές του προθέσεις. Ένα σωρό άνθρωποι είχαν πατήσει πάνω του· πάνω σε αυτόν που από ευγένεια και λεπτότητα μιλούσε σε όλους σαν να ήταν κατώτερός τους, ώσπου φαίνεται πως εκείνοι το πίστευαν στα αλήθεια και του φέρονταν με άθλιο τρόπο. Και καλά οι ξένοι, αλλά ο ίδιος σου ο αδερφός;
Οριζοντιωμένος και ανυπεράσπιστος, σκεφτόταν και την πρώην σύζυγό του, απούσα πια, αλλά με το αποτύπωμά της ανεξίτηλο πάνω στην ύπαρξή του, όπως το σημάδι του καψίματος στο σώμα των γελαδιών στην Άγρια Δύση. Τόσα χρόνια μαζί, τόσες όμορφες στιγμές είχαν θρυμματιστεί και σκορπίσει στον αέρα. Προσπαθούσε διαρκώς να εξαφανίσει τα ίχνη της, αλλά εκείνα είχαν τόσο πολύ ποτίσει καθετί δικό του ώστε η παραμικρή του κίνηση στο διαμέρισμα όπου μέχρι πριν λίγο καιρό έμεναν μαζί προκαλούσε απαλές δονήσεις μέσα του, οι οποίες αυξάνονταν όλο και περισσότερο σε ένταση καθώς πλησίαζαν προς ένα συγκεκριμένο κέντρο του εγκεφάλου του· και τότε εκείνος δυσκολευόταν ακόμη και να αναπνεύσει, αφού πονούσε ολόκληρος από την απουσία και ταυτόχρονα από την παρουσία της. Ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί ακριβώς τον είχε αφήσει και είχε φύγει. Όταν όμως το έκανε, οι ρίζες της αγάπης της ξεκόλλησαν αποπάνω του με επώδυνο τρόπο, και άφησαν πίσω τους κενά και μικρά ή μεγαλύτερα ανοικτά τραύματα. Άφησαν αισθήματα που σπαρταρούσαν στο πάτωμα με σημάδια από δαγκωματιές, άφησαν ερειπωμένα τοπία, άφησαν καθημερινές χορογραφίες που ήταν αδύνατον να εκτελεστούν χωρίς παρτενέρ, και άφησαν και ένα υπνοδωμάτιο με ένα πτυσσόμενο κρεβάτι στο κέντρο. Ένα ράντζο μου έμοιαζε σαν κάτι που είχε συρρικνωθεί στο κέντρο του κενού που σχηματιζόταν ανάμεσα στα δυο κομοδίνα – μια που εκείνη, από έπιπλα, είχε απαιτήσει να πάρει μαζί της μοναχά το διπλό τους κρεβάτι και αυτά τα άφησε πίσω, μαζί με τα μικρά λαμπατέρ που είχε κάποτε μόνη της επιλέξει, αλλά τελικά τα καταδίκασε να μείνουν πίσω μαζί του, με τα μπεζ χάρτινα καπέλα τους να μαζεύουν σκόνη, όπως ακριβώς μάζευε σκόνη και εκείνος. Πού να ηρεμήσει και να κοιμηθεί…
Και ήταν και μέρες γιορτινές… Με ένα σωρό λαμπιόνια να έχουν γεμίσει τους δρόμους και τα σπίτια· λαμπιόνια που στα μάτια του αναβόσβηναν θλιβερά μέσα στο πιο πηχτό σκοτάδι, φωτίζοντας θαμπά το εσωτερικό άγνωστων σαλονιών, τυλιγμένα σαν φίδια γύρω από πλαστικά δεντράκια φορτωμένα με στρόγγυλους γυαλιστερούς καρπούς της μη γνώσης. Ένα σωρό λαμπιόνια που συντονίζονταν με τον ρυθμό της καρδιάς του και, όπως άναβαν και έσβηναν ξανά και ξανά, του προκαλούσαν αφόρητο πόνο· λαμπιόνια που τα ένιωθε να γελούν με κακία μαζί του και να μπήγουν τα φωτισμένα τους μικροσκοπικά δόντια στη σάρκα του σαν ένα ταχέως κινούμενο κοπάδι πεινασμένων πιράνχας στα θολά νερά των εορτών.
Bρίσκονταν σε κατάσταση απίστευτης υπερδιέγερσης, και ήταν αδύνατον όχι μόνο να κοιμηθεί αλλά ακόμη και να προσπαθήσει να κρατήσει τα μάτια του κλειστά. Εικόνες κάθε είδους και ένα μεγάλο πλήθος από επαναλαμβανόμενες σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό του όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που κάποια στιγμή αισθάνθηκε το κρανίο του να πυρακτώνεται. Η λάμψη του φώτισε απαλά στην αρχή το σκοτάδι του δωματίου και, καθώς η έντασή της σταδιακά αυξανόταν, δημιούργησε ζωηρές σκιές που τρεμόπαιζαν στους τοίχους. Δευτερόλεπτα μετά, μερικές σπίθες πετάχτηκαν αριστερά δεξιά και, ξαφνικά, το πάνω μέρος του κεφαλιού του Ιάκωβου Τσιαμούρα άρχισε να φλέγεται. Ο άνδρας πετάχτηκε από το κρεβάτι. Το παραγεμισμένο με αφρολέξ μαξιλάρι του είχε αρπάξει φωτιά, γεμίζοντας τον αέρα με μαύρο καπνό. Με πύρινες γλώσσες να υψώνονται από το κρανίο του σαν ένα τρελό χτένισμα, έτρεξε στο μπάνιο και βούτηξε το κεφάλι του σε μια πλαστική σκάφη με ασπρόρουχα που είχε αφήσει να μουλιάζουν μέσα στην μπανιέρα πριν ξαπλώσει. Οι φλόγες έσβησαν. Ο εγκέφαλός του δροσίστηκε. Τρέμοντας ολόκληρος, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα από την αϋπνία και ορθάνοιχτα από τον τρόμο. Ανέπνεε κοφτά. Η πιτζάμα του ήταν βρεγμένη. Μισολιωμένοι μπλε και κόκκινοι κόκκοι απορρυπαντικού κυλούσαν αργά στον λαιμό του, ενώ στο πάνω μέρος τού από χρόνια γυμνού του κρανίου υπήρχε ένα έγκαυμα που άχνιζε. Η έντονη μυρωδιά του καμένου που ερχόταν από το υπνοδωμάτιο τον επανέφερε στην πραγματικότητα: το κρεβάτι του εξακολουθούσε να καίγεται. Πήρε τη σκάφη με τα ασπρόρουχα, έτρεξε και την άδειασε στη φωτιά, η οποία έκαιγε το στρώμα και πλέον είχε περάσει και στις λεπτές παράλληλες ξύλινες τάβλες κάτω από αυτό. Εκείνη έσβησε. Ο άνδρας, με τη λεκάνη στα χέρια, έμεινε για μια στιγμή να κοιτάζει το σκηνικό της καταστροφής, σε μια ατμόσφαιρα αποπνικτική. Έπειτα, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, προχώρησε μερικά βήματα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Ο παγωμένος αέρας της πόλης γλίστρησε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο σαν γείτονας περίεργος να μάθει τι είχε συμβεί, ενώ μαζί με αυτόν έφτασε και ο ήχος από την κίνηση των αυτοκινήτων στην κοντινή λεωφόρο. Στα τριγύρω μπαλκόνια δεν υπήρχε κανείς. Τα φώτα των χριστουγεννιάτικων δέντρων αναβόσβηναν πίσω από τις κλειστές μπαλκονόπορτες και τις τραβηγμένες κουρτίνες. Έμεινε στο μπαλκόνι, με τα ξυπόλυτα πόδια του να πατούν το γεμάτο σκόνη μωσαϊκό, μέχρι που η αναπνοή του επανήλθε σε φυσιολογικό ρυθμό.
Λίγο αργότερα ο Ιάκωβος Τσιαμούρας μπήκε μέσα. Έβγαλε στο μπαλκόνι τα αποκαΐδια από το μονό λεπτό στρώμα με τη μαύρη τρύπα στο πάνω μέρος του, γύρω από την οποία είχαν κολλήσει δυο τρία λευκά βρακιά και μια φανέλα. Έπειτα έβγαλε έξω και το πτυσσόμενο κρεβάτι, διπλώνοντάς το. Μια λεπτή λωρίδα καπνού ανέβαινε από τα μισοκαμένα ξύλα του ψηλά και διαλυόταν στον αέρα της πόλης. Μάζεψε πρόχειρα με μια σφουγγαρίστρα τα σκουρόχρωμα νερά που λίμναζαν μεταξύ των δυο κομοδίνων, άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα, έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και πήγε στο σαλόνι. Πλησίασε το παλιό έπιπλο και από το χαμηλότερο συρτάρι, εκεί όπου ανέκαθεν εκείνος και η πρώην αγαπημένη του στρίμωχναν τα αντικείμενα που δεν χωρούσαν πουθενά αλλού, ανέσυρε ένα μπερδεμένο κουβάρι από χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Τα ξετύλιξε, τα άπλωσε στο πάτωμα, τα έβαλε στην πρίζα και ξάπλωσε δίπλα τους εξαντλημένος. Καθώς εκείνα αναβόσβηναν απαλά, τα προβλήματα και οι σκέψεις του άρχισαν να ξεθωριάζουν και να απομακρύνονται. Παρότι γνώριζε πως δεν επρόκειτο παρά για μια πρόσκαιρη ανακωχή, για πρώτη φορά ύστερα από καιρό, αποφάσισε ότι τίποτα δεν τον ένοιαζε και τίποτα δεν τον ενοχλούσε. Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ σαν τον θάνατο, ενώ στο πρόσωπό του, κάθε φορά που φωτιζόταν από τα χρωματιστά λαμπιόνια, εμφανιζόταν ένα απαλό χαμόγελο. Σκοτάδι, χαμόγελο, σκοτάδι, χαμόγελο, σκοτάδι, χαμόγελο κ.ο.κ.
Πειστήριο «Α»:
* Ο Αχιλλέας ΙΙΙ έχει έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος – Νουβέλας 2020. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νεφέλη.