Καλύπτοντας ολόκληρη την οθωμανική περίοδο της κυπριακής ιστορίας (1571-1878), το βιβλίο εστιάζει στις δεκαετίες ανάμεσα στο 1760 και το 1840, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για την πιο ταραχώδη περίοδο της κυπριακής ιστορίας από τον Μεσαίωνα και μετά. Κατά την περίοδο αυτή, το νησί αντιμετώπισε μια σειρά από απανωτές σοβαρές κρίσεις με μια μέση συχνότητα κάθε πενταετία χωρίς, μάλιστα, να προσμετρούνται οι συχνές ανοβρίες, οι σιτοδείες, οι επιδρομές ακρίδων ή τα κύματα μετανάστευσης. Οι μεταβολές αυτές αποτέλεσαν μέρος της μετάβασης του νησιού προς τη νεωτερικότητα, μια μετάβαση η οποία θα συνεχιζόταν για άλλον ενάμισι, περίπου, αιώνα. Καταλύτης για αυτές τις μεταβολές ήταν η παγκόσμια ιστορική διεργασία της εποχής των επαναστάσεων, η αντανάκλαση της οποίας επέφερε ριζικές μεταβολές στη σχέση των ανθρώπων με τον χώρο αλλά και στις διά- και ενδοκοινοτικές σχέσεις.
Ξεκινώντας από τη μεγάλη εικόνα, το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Μεσόγειος» εξετάζει το πώς η Κύπρος συσχετίζεται με το ευρύτερό της πλαίσιο και συγκεκριμένα αναζητά τις μεγάλες ιστορικές διεργασίες -κλιματικές, περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, διανοητικές- παμμεσογειακής εμβέλειας και τον βαθμό στον οποίο αντανακλώνται στην Κύπρο.
Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Άνθρωποι και περιβάλλον» αξιοποιεί τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών για να χαρτογραφήσει τις δύο διαθέσιμες πλήρεις οθωμανικές απογραφές της Κύπρου (1572, 1832/33). Με τον τρόπο αυτό, εντοπίζει τις ευρύτερες τάσεις σε επίπεδο πληθυσμού και οικονομικής δραστηριότητας, σε ποιες περιοχές εντοπίζονται συγκεντρώσεις των διαφόρων προϊόντων π.χ. δημητριακά, βαμβάκι, ελιές, αμπέλια, σηροτροφεία (μετάξι), χαρούπια και το πώς αυτές μεταβάλλονται στον χρόνο. Μέσα από την απογραφή του 1832/33, ανασυνθέτει την κατοχή περιουσίας από τους Κυπρίους της εποχής και αναλύει την κατανομή του πλούτου.
Το τρίτο κεφάλαιο εστιάζει στις κοινότητες και συγκεκριμένα τις σχέσεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών σε ένα ισλαμικό κράτος. Αναδείξει το πώς οι κοινότητες δεν αποτελούν μονολιθικές οντότητες και εμπεριέχουν αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις, ενώ δείχνει το πώς οι ενδο- και διακοινοτικές σχέσεις ξεπερνούν το δίπολο ειρηνική συμβίωση/έχθρα, περιλαμβάνοντας ένα μεγάλο εύρος διαφορετικών μορφών αλληλεπίδρασης. Εστιάζει επίσης στις κοινότητες που δεν είναι διακριτές μέσα από την οθωμανική κατηγορία των «μη μουσουλμάνων»: οι Αρμένιοι, οι καθολικοί, οι Μαρωνίτες, οι κόπτες και οι Ρομά. Τέλος, εξετάζει τους λινοβάμβακους ως μια κοινότητα που βρίσκονται ανάμεσα στο δίπολο χριστιανοί/μουσουλμάνοι, ενώ εστιάζει και στο φαινόμενο του εξισλαμισμού.
Το τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Χώρος» επιστρέφει στη μεγάλη εικόνα για να υποστηρίξει ότι κατά την περίοδο αυτό ο τρόπος με τον οποίο το νησί συσχετιζόταν με τον περιβάλλοντά του χώρο της Ανατολικής Μεσογείου μεταβάλλεται ριζικά. Είναι κατά την περίοδο αυτή που έχουν αποκρυσταλλωθεί και οι συνθήκες του εθνοθρησκευτικού ανταγωνισμού στο νησί.
Η προσέγγιση του βιβλίου τοποθετείται στο σημείο που τέμνονται η περιβαλλοντική, η οικονομική, η κοινωνική και η διανοητική ιστορία, εναλλάσσοντας συνεχώς την κλίμακα της παρατήρησης μεταξύ του τοπικού, του περιφερειακού, του οθωμανικού, του μεσογειακού και του παγκόσμιου πλαισίου. Απώτερος σκοπός του είναι να διαφωτίσει τις σύνθετες ιστορικές διεργασίες που οδήγησαν στην εθνοθρησκευτική σύγκρουση του ταραχώδους 20ού αιώνα στο νησί.