Bαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.

-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-

Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,

δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι…

 

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,

σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,

τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,

μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία…

 

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,

μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.

Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,

μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει…

 

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει

κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,

τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη…

Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει.