Κάποια βιβλία γράφονται για να ανοίγουν σαν φάκελοι που ανοίγεις μόνο όταν πονάς, όταν φοβάσαι, όταν είσαι έτοιμος να ακούσεις κάτι που δεν ήξερες ότι ήθελες να ακούσεις. Το “Άνοιξέ με όταν…” της Τζούλι Σμιθ ανήκει σ’ αυτή τη σπάνια κατηγορία: δεν είναι βιβλίο για να το καταπιείς μονορούφι ένα βράδυ, αλλά για να το φυλάξεις σε ένα ράφι της ψυχής σου και να το ανοίγεις όταν η ζωή γέρνει επικίνδυνα προς το αδιέξοδο. 

Η Σμιθ με τη διακριτική της φωνή δε σου μιλά σαν γκουρού ούτε σαν κάποια που βρήκε τη μαγική λύση. Σου μιλά σαν φίλη που έχει περάσει κι εκείνη από τις ίδιες σκοτεινές στροφές του δρόμου, που έχει παλέψει με τις ίδιες αμφιβολίες, που γνωρίζει ότι η ζωή δεν είναι μια γραμμή αλλά ένα παζλ από σπασμένα κομμάτια. Το “Άνοιξε με όταν…” είναι ένα βιβλίο γραμμένο όχι για τους δυνατούς, αλλά για όσους αγωνίζονται να παραμείνουν άνθρωποι κι αυτό είναι η μεγαλύτερη αλήθεια του. 

Το βιβλίο είναι οργανωμένο σαν σειρά επιστολών προς τον αναγνώστη. «Άνοιξέ το όταν νιώθεις ότι όλα είναι μάταια». «Άνοιξέ το όταν χρειάζεσαι να θυμηθείς ποιος είσαι». «Άνοιξέ το όταν δεν βλέπεις φως». Δεν πρόκειται για αόριστες προτροπές. Είναι σαν να σου έχει αφήσει κάποιος ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα για την πιο δύσκολη μέρα της χρονιάς. Η γραφή της Σμιθ είναι γυμνή, χωρίς στολίδια. Μοιάζει περισσότερο με φως που περνάει από χαραμάδα παρά με προβολέα. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, προσπαθεί να σου θυμίσει ότι η αναπνοή σου έχει ακόμη ρυθμό. Ότι η ζωή, με όλα της τα βάρη, δεν σταμάτησε να κινείται. 

Σ’ έναν κόσμο που σε πείθει ότι πρέπει να είσαι “εντάξει” κάθε μέρα, το βιβλίο στέκεται σαν μικρή ανταρσία. Σου λέει ότι μπορείς να μην είσαι. Ότι μπορείς να κλάψεις, να θυμώσεις, να κουραστείς κι αυτό δεν είναι ήττα, είναι η πιο βαθιά απόδειξη ότι είσαι ζωντανός. Δεν σου ζητά να γίνεις καλύτερος, σου ζητά να σταθείς για λίγο εκεί που βρίσκεσαι, χωρίς ντροπή. Σου επιτρέπει να είσαι άνθρωπος. 

Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας υφαίνει τη σχέση της με τον αναγνώστη μοιάζει με τις παλιές επιστολές: δεν είναι διαταγή, είναι πρόσκληση. Δεν έχει τη δομή του “εγχειριδίου αυτοβελτίωσης”, έχει τον ρυθμό μιας κουβέντας που σε βρίσκει αργά τη νύχτα όταν όλα τα άλλα έχουν σωπάσει κι αυτή η σιωπή είναι που δίνει αξία στις λέξεις της. 

Υπάρχει ένα κεφάλαιο που ξεκινά με τη φράση: «Άνοιξέ το όταν πιστεύεις ότι τα πάντα είναι μάταια». Είναι μια φράση που δε χρειάζεται βερμπαλισμούς. Η Σμιθ δε σου επιβάλλει την αισιοδοξία στο πρόσωπο, δεν προσπαθεί να σε συνεφέρει με φωνές. Αντίθετα σου δίνει χώρο να κάτσεις μαζί με τη σκοτεινή σου σκιά. Να την κοιτάξεις κατάματα, να της δώσεις όνομα. Γιατί μόνο ό,τι αναγνωρίζεις μπορείς και να το ξεπεράσεις. Αυτό το βιβλίο δεν είναι μια σειρά από λύσεις: ή θα συνεχίσεις να αποφεύγεις το βλέμμα σου ή θα το συναντήσεις με γενναιότητα. Σ’ αυτή τη δεύτερη εκδοχή βρίσκεται η πραγματική του αξία. 

Το “Άνοιξέ με όταν…” αγγίζει κάτι σπάνιο: τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ευαλωτότητα και τη δύναμη. Δε σου υπόσχεται ότι θα εξαφανίσει τον πόνο. Σου υπόσχεται ότι δε χρειάζεται να τον περάσεις μόνος. Σου θυμίζει ότι η ζωή δεν έχει γραμμική πορεί, έχει κύκλους, παύσεις, στροφές και σιωπές κι ότι σε κάθε μια από αυτές τις στροφές μπορεί να υπάρχει μια μικρή φωνή που σου λέει: «Κράτα λίγο ακόμα». 

Η Σμιθ δεν είναι ποιήτρια, μα πολλές φορές οι φράσεις της διαβάζονται σαν ποίηση. Όχι γιατί είναι περίτεχνες, αλλά γιατί είναι αληθινές. Μιλούν για το σώμα που πονά, το μυαλό που κουράζεται, την καρδιά που δεν θέλει πια να προσποιείται. Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να σε βρει σε οποιαδήποτε ηλικία, σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής. Είναι με έναν τρόπο διαχρονικό, γιατί απευθύνεται σε κάτι που δεν αλλάζει ποτέ: την ανθρώπινη ανάγκη για νόημα. 

Η εποχή μας αγαπά τα “πρέπει”. Πρέπει να είσαι δυνατός. Πρέπει να προχωράς. Πρέπει να χαμογελάς. Το “Άνοιξέ με όταν…” λέει απλώς: μπορείς να σταματήσεις για λίγο. Να αναπνεύσεις. Να παραδεχτείς πως πονάς, να μη ξέρεις τι να κάνεις και αυτό δεν σε κάνει λιγότερο ικανό, σε κάνει αληθινό. Στις σελίδες του υπάρχει μια εσωτερική μουσική. Μια μελωδία που δεν κραυγάζει, αλλά επιμένει. Κάτι σαν το θρόισμα των φύλλων σε μια νύχτα χωρίς άνεμο. Είναι η φωνή που σε βρίσκει εκεί που νομίζεις ότι κανείς δεν μπορεί να σε βρει κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμή του. 

Μπορεί να μην προσφέρει την “λύση”, σου δίνει κάτι πολύ πιο πολύτιμο: χώρο. Χώρο για να αισθανθείς, να σκεφτείς, να θυμηθείς ότι δεν χρειάζεται να έχεις όλες τις απαντήσεις. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ και ίσως αυτό να είναι το πιο μεγάλο δώρο του. Ότι σου επιτρέπει να παραμείνεις άνθρωπος, όταν όλα γύρω σου σε σπρώχνουν να γίνεις κάτι άλλο. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.