Μία ιδιαίτερα τολμηρή σύλληψη για την απελευθερωτική, ανατρεπτική δύναμη της ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας σαν μοχλός – κίνητρο και μέσο αλλαγής του κόσμου. Σε αντίθεση με την στατική, παγιωμένη αντίληψη ότι η μπάλα «είναι το όπιο του λαού», η βαλβίδα εκτόνωσης και ένα προϊόν που προσφέρει τεράστια κέρδη μέσω της διαφήμισης, το βιβλίο των εκδόσεων Διόπτρα μας ταξιδεύει σε μία παράλληλη πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας κι αρκετοί από εμάς.
Ο αθλητισμός παρουσιάζεται ως δύναμη ελπίδας και απελευθέρωσης με τις αξίες της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της ευγενούς άμιλλας και των αντιρατσιστικών μηνυμάτων που καταφέρουν να υπερκεράσουν τον κακώς νοούμενο στείρο ανταγωνισμό και την αντανάκλαση μιας κοινωνίας που αναπτύσσεται με αυτοσκοπό τη νίκη, τη μεγιστοποίηση των κερδών και τη χειραγώγηση από τους σύγχρονους μεγιστάνες του πλούτου. Η ματιά του μοιάζει ρομαντική και κρύβει μέσα της έναν βαθύ πόθο για ένα καλύτερο μέλλον.
Αναζητεί βαθύτερα νοήματα του ποδοσφαίρου κι επιστρατεύει σκέψεις κι ανθρώπους που συνδέθηκαν με αυτό, προκειμένου να εμβαθύνει όσο το δυνατόν περισσότερο σε αυτό που τράβηξε και τον ίδιο στον βασιλιά των σπορ. Καταθέτει την άποψη του μεγάλου βραζιλιάνου ακτιβιστή Σώκρατες, πως το ποδόσφαιρο είναι τέχνη που συγγενεύει με τον χορό και τη ζωγραφική. Έμπνευση, φαντασία, μόχθος, ενέργεια, επικοινωνία με τον κόσμο. Αυτά όμως είναι απαραίτητα για να αλλάξει συνολικά ο κόσμος εντός κι εκτός γηπέδων. Είναι τέχνη και έκφραση μίας συγκεκριμένης κουλτούρας με αρχιτεκτονική και λειτουργικότητα. Ο Βασ. Κωστάκης πλέκει το εγκώμιο την δημιουργικότητας των Βραζιλιάνων και παράλληλα εξυμνεί τη συγκέντρωση και την αυτοπειθαρχία του Μουρίνιο, ενώνοντας κομμάτια ενός φαινομενικά αταίριαστου παζλ.
Θυμάται το ταξίδι του Καβάφη για να νοηματοδοτήσει το παιχνίδι. Τονίζει τη συγκίνηση που προκαλεί και του δίνει χαρακτήρα ενός καθρέφτη των ανθρώπων που περιστρέφονται γύρω από αυτό. Βρίσκει δύο αντιφατικά στοιχεία, τη συλλογικότητα και τη συνεργασία σε επίπεδο ποδοσφαιρικών τμημάτων και τον πολυεπίπεδο ανταγωνισμό που “σκοτώνει”. Η αναζήτηση του ωραίου και της ψυχολογικής κάθαρσης συχνά έρχονται αντιμέτωπες με την τοξικότητα.
Ο Καμύ ασχολήθηκε με την ύπαρξη κι αγάπησε το ποδόσφαιρο. Ο ίδιος δήλωσε κάποτε πως «δύο είναι τα πανεπιστήμια της ζωής, το ένα είναι το θέατρο και το άλλο το ποδόσφαιρο». Η επανάσταση και το ποδόσφαιρο υποστήριζε πως αποκαλύπτουν κάθε μορφή αδικίας, αφυπνίζουν συλλογικά και δημιουργούν συνθήκη σεβασμού και αλληλεγγύης.
Η σύγχρονη τεχνολογία, οι ανισότητες υποδομών, η παγκοσμιοποίηση και οικουμενικά προβλήματα (κλιματική κρίση) δε μένουν έξω από την μελέτη. Δε διστάζει να κατακεραυνώσει την ουδετερότητα κόσμου και αθλητών απέναντι στα μείζονα διακυβεύματα της εποχής και θεωρεί τους πρωταγωνιστές «συνένοχους» για τη διόγκωση των κακώς κειμένων όσο συνειδητά σιωπούν κι επιζητούν την ασφάλειά τους.
Θα συγκρίνει το πηγαίο ταλέντο του Μέσσι με τον Μαραντόνα, εντός κι εκτός γηπέδου. Θα καυτηριάσει την παγερή αδιαφορία του πρώτου και θα εκθειάσει την ενεργή κοινωνική και πολιτική συμμετοχή του δεύτερου. Επίσης Βραζιλιάνοι αστέρες (Νέιμαρ, Ριβάλντο) μετατράπηκαν σε στηρίγματα του Μπολσονάρο. Ο Νίτσε πρόλαβε και είπε, «ο Θεός δε γράφει ποίηση, ούτε βάζει γκολ». Κοινά τους στοιχεία είναι το ένστικτο, η έμπνευση και η δημιουργία.
Υπάρχει όμως και αισιόδοξη χροιά στην αφήγησή του. Οι Δημοκρατικοί οπαδοί της Κορίνθιανς, η Σανκτ Πάουλι με τα αντιφασιστικά μηνύματα και δεκάδες ακόμα παραδείγματα που δείχνουν τον δρόμο της αντίδρασης και της συμπόρευσης με αξίες και ιδανικά και δημιουργούν συνθήκη ελπίδας. Μπορεί το ποδόσφαιρο να μη φαίνεται πως μπορεί να ανατρέψει σήμερα την υπάρχουσα κατάσταση, αλλά η ενσυναίσθηση που μένει ως επιμύθιο της αφήγησης αφήνει την αίσθηση πως θα έρθει ο καιρός και θα φέρει καλύτερες ημέρες. Το φως υπάρχει, όπως κι η φλόγα για έναν δημοκρατικό και δίκαιο κόσμο. Οι κοινωνίες όπως και το ποδόσφαιρο εξελίσσονται, η ιστορία επιταχύνεται και μοναδική χαμένη υπόθεση πρέπει να θυμόμαστε πως είναι αυτή που εγκαταλείψαμε.