Όταν πριν περίπου 20 χρόνια αγόραζα τρία από τα πρώτα βιβλία της εξαιρετικής σειράς «33 1/3» του εκδοτικού οίκου Bloomsbury (πλέον), η αλήθεια είναι ότι δεν φανταζόμουν ότι τόσα χρόνια μετά θα έγραφα για την ελληνική τους έκδοση, από τις Εκδόσεις Οξύ και το Avopolis Music Network.
Βλέπετε, τα τρία αυτά μικρά βιβλιαράκια που αγόρασα το χειμώνα του 2003 από το βιβλιοπωλείο του HMV στην λονδρέζικη Οξφορντ Στριτ, με θέμα τους δίσκους «Harvest» του Neil Young, «Meat Is Murder» των Smiths και «The Piper at the Gates of Dawn» των Pink Floyd, δεν ήταν τα τυπικά, βαρετά μουσικολογικά βιβλία: ήταν μικρά αλλά καίρια, έγκυρα και έγκριτα μαζί, μουσικοκριτικά δοκίμια που ανέλυαν κάθε φανερή ή αθέατη πτυχή του δίσκου, τις συνθήκες ηχογράφησης, τις αφορμές και τα κίνητρα των μουσικών ως προς την σύνθεση των τραγουδιών και διάφορα διασκεδαστικά, ως επί το πλείστον, παραλειπόμενα που αφορούσαν στο κάθε άλμπουμ (το οποίο πρέπει, απαραιτήτως, να ακούγεται ταυτόχρονα με την ανάγνωση των συγκεκριμένων βιβλίων –έναν κανόνα που δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ως προς την εν λόγω σειρά).
Εκτοτε, μάζεψα περί τα 25-30 μικρά βιβλιαράκια, πάντα στην αρχική τους έκδοση, μέχρι που πέρσι πληροφορήθηκα για το εγχείρημα των Οξύ/Avopolis για την κυκλοφορία τους στην ελληνική γλώσσα, μεταφρασμένα από έμπειρους ανθρώπους (μουσικούς ή μουσικοκριτικούς, ως επί το πλείστον) και συνοδευόμενα πάντα από μια απαραίτητη εισαγωγή, εν είδη προλόγου από γνωστούς εγχώριους δημοσιογράφους του μουσικού Τύπου.
Η ευτυχής αυτή συγκυρία, η οποία μάλιστα γιορτάστηκε και με μια καλαίσθητη παρουσίαση, προ ημερών στην Αγγλικανική Εκκλησία στο Σύνταγμα, έφερε στα χέρια μου τρία από τα πρώτα βιβλία της σειράς, που όλως παραδόξως είναι και τρία πολύ αγαπημένα μου άλμπουμ.
To «Unknown Pleasures» των Joy Division είναι, μακράν, το καλύτερο εκ των τριών, μια εμβριθής ανάλυση σε ένα, ούτως ή άλλως, σημαντικότατο άλμπουμ που πλέον ανήκει στο Πάνθεον όχι μόνο της μουσικής, αλλά της ποπ κουλτούρας εν γένει –θυμηθείτε απλά σε πόσα σημεία/περιστάσεις/αντικείμενα έχετε δει το εμβληματικό ασπρόμαυρο εξώφυλλο του Peter Saville. Ο Chris Ott κάνει εδώ μια σπουδαία, πραγματικά, δουλειά, πιάνοντας το νήμα της αφήγησης από, ειλικρινά, το bing bang, της δημιουργίας του συγκροτήματος, από τις πρώτες ναζιστικές τους εικονιστικές αναφορές και τα γεμάτα σεξισμό πρώτα τους τραγούδια, πνιγμένα στην απόγνωση του Ian Curtis για την δύσκολη συζυγική του ζωή που ξεκίνησε τόσο νωρίς και τον πίεζε στην συναισθηματική καρωτίδα τόσο πολύ, ειδικά μετά την γέννηση της κόρης του.
Ο Ott δεν μασάει τα λόγια του, παρουσιάζοντάς μας τον «θρύλο» Curtis στα μέτρα αυτού που πραγματικά ήταν: ένας άρρωστος άνθρωπος με κρίσεις επιληψίας και, κατά περιόδους, πολύ πολύ δύστροπος χαρακτήρας (γι’ αυτό και έγραψε τόσο μοναδικούς στίχους –αν ήταν εύκολος άνθρωπος, θα έγραφε στίχους σαν αυτούς των Coldplay).
Κυρίως, ο Ott βλέπει τις «Άγνωστες Απολαύσεις» ως κάτι που κανείς δεν κατάλαβε την εποχή που κυκλοφόρησε ο δίσκος, τεκμηριώνοντάς μας με παραδείγματα την καταλυτική μουσική επιρροή τόσο της ίδιας της μπάντας, όσο και του συγκεκριμένου άλμπουμ στους συνεχιστές της παρακαταθήκης των Joy Division.
Εντέλει, αυτό που μένει στον αναγνώστη, είναι η (σωστή και απολύτως ορθή) αίσθηση ότι δεν διάβασε για ένα και μόνο άλμπουμ, αλλά μια μικρή, μια μίνι βιογραφία του συγκροτήματος, με αρχή, μέση και τέλος (ίσως όχι απαραίτητα με αυτή την σειρά).
Στο «Doolittle» των Pixies, πάλι, ο συγγραφέας του, ο Ben Sisario δεν κρύβει από την πρώτη κιόλας γραμμή το πόσο φαν του βοστονέζικου συγκροτήματος είναι. Ο Sisario δεν αναλύει απλώς τα τραγούδια του σπουδαιότερου δίσκου της συγκεκριμένης αμερικανικής μπάντας (ο οποίος, αν και κυκλοφόρησε το 1989, ωστόσο καθόρισε ή επανακαθόρισε τον ήχο της αμερικανικής alternative μουσικής στα ‘90s, καθώς πάνω σε αυτόν στηρίχτηκε η μισή grunge σκηνή του Σιάτλ).
Όχι. Ο Sisario κάνει κάτι ακόμη πιο διασκεδαστικό: πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του κιθαρίστα των Pixies, του Frank Black και είτε κάθονται και μιλάνε για το άλμπουμ, είτε καβαλάνε το καμπριολέ του Black και κόβουν βόλτες στην μισή αμερικανική ενδοχώρα, μιλώντας για τις ιστορίες και τις εμπειρίες που «γέννησαν» κομματάρες όπως τα «Debaser», «Tame», «Wave Of Mutilation», «I Bleed», «Here Comes Your Man», «Monkey Gone To Heaven».
H ανάγνωση της κάθε σελίδας είναι πραγματικά διασκεδαστική, σαν ένα αεράκι να σε χτυπάει στο πρόσωπο και να σε δροσίζει, σαν τα δεύτερα φωνητικά της Kim Deal σε κάθε τους τραγούδι, αέρινα και χαλαρά. Και αυτό είναι εμφανές ακόμη και σε κάθε του συζήτηση με τον, ως συνήθως, «δύσκολο» Charles Thompson (ή Frank Black ή Black Francis).
Ο Sisario φέρνει εις πέρας την αποστολή του ακριβώς επειδή καταστρατηγεί τον Νο1 κανόνα της μουσικοκριτικής, που είναι «να μην γράφεις σαν οπαδός μιας μπάντας αλλά με μια καθαρή και υποκειμενική ματιά». Ο Sisario είναι εκπληκτικός συγγραφέας και το γνωρίζει αυτό και γι’ αυτό διαχειρίζεται το υλικό που έχει στα χέρια του με την δέουσα αντικειμενική υποκειμενικότητα – ή υποκειμενική αντικειμενικότητα, όπως το δει κανείς.
Στα συν ότι ο Sisario επίσης παίρνει και μερικές πολύτιμες ατάκες από τους Joey Santiago και David Lovering –αντιθέτως, η Deal λάμπει εν τη απουσία της. Όχι ότι αυτό μειώνει με κάποιο τρόπο το εν λόγω ανάγνωσμα που είναι συνταρακτικό από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα.
Κρίμα που δεν μπορώ να πω το ίδιο για το βιβλίο αναφορικά με το άλμπουμ «Let It Be» των Beatles. Ο συγγραφέας του, Steve Matteo, διαλέγει, δυστυχώς για τον ίδιο αλλά και για τους αναγνώστες του, τον λάθος δρόμο: αντί να μας πει ιστορίες για τα τραγούδια, για τις σχέσεις ανάμεσα στα τέσσερα μέλη και το γεγονός ότι οσονούπω θα το διέλυαν μεταξύ τους, εκείνος επιλέγει να μας μιλήσει για τα πολύ τεχνικά κομμάτια της ηχογράφησης και των τραγουδιών.
Σύμφωνοι, εδώ κάποιος πιθανώς να αντιτείνει ότι «ειδικά για τους Beatles έχουν γραφτεί, ίσως και κυριολεκτικά, τα πάντα». Και ίσως να είχε και δίκιο. Εδώ όμως έγκειται και η «μαγκιά» του κάθε συγγραφέα και μουσικολόγου/μουσικογραφιά: να ανακαλύψει εκείνο τον χαμένο κόκκο της μουσικής ιστορίας ο οποίος δεν βρέθηκε και δεν ειπώθηκε ποτέ. Να τον φέρει στο φως και να μας τον παρουσιάσει.
Ο Matteo δυστυχώς δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά, αλλά προτιμάει να αναλώνεται σε βαρετές και δήθεν περισπούδαστες αναλύσεις περί συσκευών και διαφορετικών τεχνικών ηχογράφησης. Και αν το τελευταίο όντως αφορά κάποιους (συμπεριλαμβανομένων και εμού), το πρώτο πραγματικά δεν αφορά κανέναν, παρά μόνον ηχολήπτες και σπουδαστές ηχοληψίας.
Επίσης, στην αρχική του έκδοση, στην αγγλική, το βιβλίο είναι… εξαρχής «πλίνθοι, λίθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμένοι», που σημαίνει όχι μόνο ότι δεν υπήρξε καμιά επιμέλεια του συγκεκριμένου βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, αλλά ότι ο ελληνας μεταφραστής πραγματικά έκανε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια προκειμένου να βάλει σε τάξη ένα κείμενο δίχως συνοχή και συνέχεια.