Είναι χειμώνας του 1875. Η Γαλλία προσπαθεί να επανέλθει μετά τη μεγάλη ήττα της στον γαλλοπρωσσικό πόλεμο. Η Παρισινή Κομμούνα έχει διαλυθεί και οι εφημερίδες σ’ όλο τον κόσμο χαρακτηρίζουν τις γυναίκες που ήταν υποστηρικτές της ως pétroleuses κατηγορώντας τις συνεχώς για τις εξεγέρσεις στις Βερσαλλίες κατά τη διάρκεια της Ματωμένης Εβδομάδας, όπως έχει μείνει στην ιστορία.

Σύμφωνα με το Conversation, εκείνη την ταραγμένη και μεταβατική περίοδο, o Jules Joseph Lefebvre δημιούργησε τον πίνακα Chloé, με πηγή έμπνευσης τη νύμφη από το ποίημα του André Chénier, Mnasyle et Chloé. Πρόκειται για μία γυμνή γυναίκα που στέκεται στην άκρη ενός ποταμού ακούγοντας τη φωνή του αγαπημένου της, η οποία -παραδόξως- έγινε σύμβολο της αυστραλιανής κουλτούρας.Το μοντέλο του θεωρείται πως ήταν μέλος της Κομμούνας, που πολέμησε με άλλες γυναίκες στους δρόμους του Παρισιού το 1871 και ήταν από τις πρώτες ακτιβίστριες στον κόσμο, οπότε έχει και μία διττή σημασία.

Παρουσίασε το έργο για πρώτη φορά στο Paris Salon, κέρδισε βραβεία στις διεθνείς εκθέσεις του Σίδνεϋ και της Μελβούρνης το 1879 και ένα χρόνο μετά, την αγόρασε ο Αυστραλός χειρουργός Thomas Fitzgerald για την προσωπική του συλλογή. Ύστερα από δύο χρόνια, τη δανείζει στην Εθνικη Πινακοθήκη της Victoria αλλά προκαλει έναν μικρό ντόρο γιατί η κοινή γνώμη δεν μπορεί να δεχθεί και πολύ εύκολα πως υπάρχει εκεί ένας γυμνός πίνακας και τους σκανδαλίζει. Η Chloé μάζεύει βαλίτσες από εκεί και μετακομίζει στην Adelaide Picture Gallery, όπου μένει για 3 χρόνια.

Chloé

Και τώρα ξεκινάει το καλύτερο κομμάτι. Το 1908, ο Fitzgerald φεύγει από τη ζωή και αγοράζει την Chloé ο ιδιοκτήτης του μπαρ Young and Jackson, Henry Figsby Young, το οποίο βρίσκεται απέναντι από τον Flinders Street Station, τον πιο πολυσύχναστο σταθμό της Μελβούρνης. Εκεί λοιπόν, το έργο έγινε σήμα κατατεθέν του και σύμβολο καλής τύχης για τους Αυστραλούς στρατιώτες. Αυτό άρχισε να συμβαίνει όταν ο A.P. Hill, ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο, έβαλε ένα χαρτάκι μέσα σ’ ένα μπουκάλι που έγραφε «Όποιος βρει αυτό το μπουκάλι να το πάει στο Young and Jackson δίπλα στην Chloé, να το γεμίσει και να το κρατήσει μέχρι να γυρίσουμε από τον πόλεμο».

Μόλις ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το συγκεκριμένο μέρος και η Chloé είχαν γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των φαντάρων της Αυστραλίας που τους ανέφεραν στο επίσημο εμβατήριο τους: «Good-by Young and Jackson’s / Farewell Chloé too/ It’s a long way to Bonegilla/ But we’ll get there on stew». Τον Φεβρουάριο του 1942, δυστυχώς οι Ιάπωνες έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους και έκοψαν στους Αυστραλούς την πρόσβαση στο ραδιόφωνο. Όταν τελικά κατάφεραν να την αποκτήσουν ξανά, εκείνοι μετέδωσαν ένα SOS μήνυμα στους dinki-di Aussies και η πρώτη ερώτηση που έγινε στον στρατιώτη John Van Nooten, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος, δεν αφορούσε την οικογένεια του αλλά αν θα ήθελε να δει ξανά την Chloé. Απάντησε καταφατικά και τους οδήγησε σ’ εκείνη.

Chloé

Όπως έγραψε ο Peter Graeme σε ένα άρθρο του το 1945, με τίτλο Seein Chloe, η Chloé ήταν ό,τι η Γέφυρα για το Σίδνεϋ. Σε ολόκληρη τη χώρα, μπορούσες να συναντήσεις άνδρες που την έχουν συναντήσει λέγοντας ιστορίες για το πόσο τους έχει επηρεάσει. Όταν γνώρισε έναν στρατιώτη, ο οποίος έπινε 3 μπύρες μπροστά από τον πίνακα στο Young and Jackson, εκείνος είπε ότι τιμά την υπόσχεση που έδωσε μαζί με δύο συντρόφους του στην Chloé.«Οι 3 τους είχαν συμφωνήσει να πιουν μαζί της όταν θα γυρνούσαν στη Μελβούρνη αλλά οι δυο φίλοι του πέθαναν και θάφτηκαν στη Scarlet Beach στη Νέα Γουινέα. Η Chloé έγινε το σύμβολο της φεμινιστικής πλευράς της ζωής τους. Το πένθος του στρατιώτη για τους φίλους που έχασε και η ανακούφιση που του προσφέρει ο πίνακας όταν πίνει αλκοολ δίπλα του, ταιριάζει απόλυτα με τη μελαγχολική έκφραση του κοριτσιού και την τραγική ιστορία πίσω από αυτό το είδωλο της Μελβούρνης». καταλήγει ο Graeme.