Οι εραστές που αιωρούνται δίπλα στο στρωμένο τραπέζι, στο έργο «Γενέθλια» του Μarc Chagall (1887-1985) καταργούν τους φυσικούς νόμους∙ πετούν και φιλιούνται στο δωμάτιο με τα κόκκινα χρώματα. Τη χρονιά που φιλοτεχνήθηκε ο πίνακας, ο Chagall παντρεύτηκε την αγαπημένη του Βella Rosenfeld, και o πίνακας εκφράζει την απερίγραπτη χαρά του. Και όπως στα περισσότερα έργα του, εμπνευσμένα από ρωσικούς και εβραϊκούς θρύλους, η καθημερινότητα του ορατού κόσμου διαλύεται μέσα σε ένα πολύχρωμο όνειρο.
Η έκθεση στο MUDEC δεν περιλαμβάνει τον εμβληματικό πίνακα που βρίσκεται στο ΜοΜΑ στη Νέα Υόρκη. Παρουσιάζει, όμως, μια επιλογή από 100 έργα του που προέρχονται από την πολύτιμη συλλογή του Μουσείου του Ισραήλ και προσεγγίζει τον καλλιτέχνη από μια νέα οπτική γωνία, εστιάζοντας στις εικονογραφήσεις και τα χαρακτικά του.
Όλα τα έργα της έκθεσης μιλούν για τη ζωή του Ρώσου ζωγράφου με την εβραϊκή καταγωγή: Τα παιδικά χρόνια στο Bιτσμπέκ της σημερινής Λευκορωσίας, η ξένοιαστη ζωή στην εξοχή, το σπίτι του παππού του, αποτυπώνονται με τρυφερότητα και νοσταλγία στις εικονογραφήσεις για το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Η Ζωή μου», το οποίο ο Chagall έγραφε από το 1911 αλλά μεταφράστηκε πολύ αργότερα λόγω της ασυνήθιστης πρόζας του.
Η ατέλειωτη αγάπη για την Bella Rosenfeld, την σύζυγό και μούσα του που γνώρισε το καλοκαίρι του 1909 είναι έκδηλη παντού: από τους πίνακες με τους εραστές που πετούν στα ύψη μέχρι τις εικονογραφήσεις που έκανε για τα βιβλία της, και τα ποιήματα που έγραψε για εκείνη μετά τον πρόωρο θάνατό της.
Η έκθεση τοποθετεί τα έργα στο πολιτιστικό πλαίσιο από το οποίο αναδύθηκαν: τη γλώσσα, τα θρησκευτικά έθιμα και τις κοινωνικές συμβάσεις της εβραϊκής κοινότητας Γίντις, τα χρώματα και τα σχήματα των λουλουδιών στους αγρούς της παιδικής ηλικίας, όλα όσα αφομοίωσε ο Chagall στα πρώτα χρόνια της ζωής του για να τα εκφράσει ως ενήλικας στα έργα του.
Ο Chagall ήταν ένας ανένταχτος καλλιτέχνης που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γαλλία περιβαλλόμενος από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής αλλά διατήρησε το προσωπικό του στιλ, στηριγμένο στους τρεις πυλώνες της ύπαρξης του: τον εβραϊκό, τον ρωσικό και τον γαλλικό πολιτισμό. «Κάτω ο νατουραλισμός, ο ιμπρεσιονισμός και ο ρεαλιστικός κυβισμός. Με θλίβουν και με περιορίζουν.[…] Για μένα η τέχνη είναι κυρίως μια ψυχική κατάσταση» γράφει στο βιβλίο «Η Ζωή μου».
Από τα χαρακτικά για το έργο του Νικολάι Γκογκόλ «Νεκρές Ψυχές» μέχρι τις εικονογραφήσεις για τη Βίβλο, το έργο του είναι μια καταγραφή συναισθημάτων: η νοσταλγία για τα απέραντα αγροτικά τοπία της Ρωσίας, ο πόνος για τον χαμό της εβραϊκής κοινότητας της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο παντοτινός έρωτας για την Bella.