Φαίνεται ότι η κύρια συζήτηση για τη φιλοσοφική κατάσταση του έργου τέχνης κατά την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα σχεδόν μονοπωλείται από το ζήτημα της Αποϋλοποίησης, παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο έχει πολύ παλαιότερες ρίζες. Τον Μάρτιο του 2021 στην κουβέντα μπήκε το φαινόμενο των NFT (Non-Fungible Tokens), με άλλα λόγια, τη δυνατότητα άυλων ψηφιακών αρχείων, άρα και ψηφιακών έργων τέχνης να πουλιούνται και να μεταβιβάζονται ως μοναδικά, και άρα πολύτιμα, αντικείμενα. Η πώληση ενός τέτοιου έργου του καλλιτέχνη Beeple στο ποσό των 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων άνοιξε τη συζήτηση που προκάλεσαν τα μίντια παγκοσμίως. Λίγο μετά ένα (κυριολεκτικά) αόρατο έργο τέχνης του ιταλού καλλιτέχνη Salvatore Garau πουλήθηκε για 15 χιλιάδες ευρώ, ποσό ασφαλώς μικρότερο από το προηγούμενο, όμως με μια έντονη συμβολική σημασία, μια που ο καλλιτέχνης πρόβαλε το φιλοσοφικό επιχείρημα ότι ενώ το γλυπτό δεν υπάρχει στη φυσική του μορφή, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Όπως προβλέπεται, ο αγοραστής θα λάβει πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου, που θα υπογραφτεί και θα σφραγιστεί από τον ίδιο τον δημιουργό.
Για να επιστρέψουμε στο θέμα των NFT, μιλάνε πλέον για εκατομμύρια σε αγορές τέτοιου τύπου έργων τέχνης. Η μετάφραση του όρου Non-Fungible Token θα πρέπει να είναι κάτι σαν Μη Ανταλλάξιμο Κέρμα/Κουπόνι/Σύμβολο… Κέρμα, με την έννοια των κρυπτονομισμάτων όπως το bitcoin, με τα οποία τα NFT μοιράζονται πολλά κοινά. Με το Μη Ανταλλάξιμο εννοείται το Μοναδικό, με την έννοια με την οποία τα έργα τέχνης ήταν μοναδικά –πριν την Εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής (Φωτογραφία, Φιλμ, Βιντεοκασέτες, Ψηφιακή Τέχνη,…). Η έκρηξη του διαδικτύου και της ψηφιακότητας επέτρεψε μια άνευ προηγουμένου διακίνηση ψηφιακού υλικού: ολόκληρες φιλμογραφίες, βιβλιογραφίες, δισκογραφίες και, σε ακόμη πιο απλό επίπεδο, ολόκληρες πινακοθήκες.
Όχι μόνον εικαστικά έργα τέχνης ή έργα τέχνης γενικώς αλλά και άρθρα σε εφημερίδες, σελίδες από blogs, λογοτεχνικά βιβλία μπορούν επίσης να πουληθούν ως NFT σε κάποιον μοναδικό ιδιοκτήτη. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε τις αγοραπωλησίες tweets, (με τον εφευρέτη του Twitter να πουλάει ένα πρωιμο τέτοιο για ένα ποσό κοντά στα τρία εκατομμύρια δολάρια). Κάποιος άλλος αγόρασε ένα βίντεο 50 δευτερολέπτων της ποπ μουλτι-καλλιτέχνιδας Grimes για κάτι λιγότερο από 6 εκατομμύρια δολάρια ή κάποιος άλλος έδωσε 6,6 εκατομμύρια για ένα βίντεο του Beeple. Κάποια έργα NFT έχουν πουληθεί πολλά εκατομμύρια περισσότερο από ζωγραφικά έργα του Monet ή άλλων καλλιτεχνών. Εδώ χρειάζεται μια παύση. Έχουμε ζαλιστεί από τα αμύθητα αυτά ποσά και μάλλον δυσκολευόμαστε να προσεγγίσουμε το θέμα ψύχραιμα…
Φυσικά τα ψηφιακά αυτά έργα τέχνης μπορούν να συνεχίσουν να αναπαράγονται όπως κάθε ψηφιακό έργο όμως η κυριότητα τα καθιστά μοναδικά. Άρα αυτό που (μάλλον) προδιαγράφεται για το μέλλον είναι η εξέλιξη τριών διάφορων και διακριτών (;) φιλοσοφικών προσεγγίσεων στο έργο τέχνης: Η μια θα συνεχίσει την παράδοση του υλικού έργου τέχνης όπως το ξέραμε, ή περίπου. Οι γενιές από τους μιλένιαλς και μετά πιθανόν να δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να κατανοήσουν τη λογική να γεμίζεις διαμερίσματα με υλικά αντικείμενα… Η δεύτερη θα είναι αυτή της διάχυσης της ψηφιακότητας χωρίς περιορισμούς παρά τις νομικές προσπάθειες να την καθυποτάξουν (βλέπε παρακάτω). Η τρίτη θα συνεχίσει τη λογική των NFT (ή όπως πιθανόν να λέγονται σε μερικά χρόνια) και να προσπαθήσει να κατοχυρώσει την έννοια της μοναδικότητας και της ιδιοκτησίας με κάθε δυνατό τρόπο. Θα απευθύνεται πιθανότατα σε εκατομμυριούχους (που απ’ ό,τι φαίνεται θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν) αλλά, ίσως, και σε πολύ φτωχότερους. Ενδεχόμενα σε scalpers ή οπορτουνιστές που θα επιδιώκουν το γρήγορο αυγάτισμα της επένδυσής τους (όπως γίνεται σήμερα με κάθε είδους συλλεκτικά είδη όπως οι κάρτες με παίκτες του μπέιζμπολ στις Η.Π.Α. ή τα εισιτήρια συναυλιών).
Όταν η τέχνη ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα χειροτεχνικών μεθόδων, η προσφορά καλλιτεχνικών δημιουργημάτων είχε αναπόφευκτα εγκλωβιστεί, και στην περίπτωση που υπήρχε αυξημένη ζήτηση ενός έργου, οι τιμές έπαιρναν ανοδική πορεία. Εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες οι οποίοι ορίζουν την αξία μέσω της ατομικής τους επίπονης χειρωνακτικής εργασίας ή εκείνης των βοηθών τους, προκειμένου να δημιουργήσουν μοναδικά, μη αναπαραγόμενα έργα. Εντούτοις, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν την τάση να χρησιμοποιούν τεχνικά και αναπαραγόμενα μέσα -κυρίως φωτογραφίες και βίντεο- και οι περιορισμοί της παραγωγής κατέληξαν να είναι επίπλαστοι.
Από μια φωτογραφική εκτύπωση, για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να φτιάξει οποιοδήποτε αριθμό εκτυπώσεων. Το να αναζητήσει κανείς την «αυθεντική» εκτύπωση δεν έχει κανένα νόημα. Η φωτογραφία είναι το καταλληλότερο ίσως παράδειγμα, ανάμεσα σε μια ολόκληρη κατηγορία σύγχρονων βιομηχανικών διαδικασιών που περιέχουν πράγματα όπως βιβλία, δίσκους, μουσική, cd και dvd, ρούχα και αντικείμενα βιομηχανικού σχεδιασμού αν διευρύνει κανείς την έννοια, που μπορούν να παράξουν ατελείωτα, πανομοιότυπα αντικείμενα. Ίσως ένα στοιχείο που καθιστά το σημερινό σύστημα της τέχνης (μουσεία, γκαλερί, διάσημοι καλλιτέχνες) σε διάσταση με την εποχή του είναι η τελείως διαφορετική αντίληψη σε σχέση με τη διακίνηση του υλικού. Εκεί που το σύστημα επιμένει και παλεύει απεγνωσμένα να θεμελιώσει την αξία του «αυθεντικού έργου τέχνης», γύρω του εκατομμύρια εικόνες, πολυμέσα, πληροφορίες, διακινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ελεύθερα ή περίπου ελεύθερα. Η κατάσταση της τεχνολογίας το επιτρέπει αυτό, η νομοθεσία και το σύστημα της τέχνης όμως προσπαθεί να το αντιπαλέψει.
Η εμπορική συμφωνία κατά της παραποίησης /απομίμησης (ACTA) ήταν μια προσπάθεια να θεσπιστούν μια σειρά διεθνών προτύπων για την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η συμφωνία στοχεύει στη δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου για τη στόχευση παραποιημένων προϊόντων, γενόσημων φαρμάκων και παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων στο Διαδίκτυο, με σκοπό να δημιουργηθεί ένας υπεροργανισμός όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας και τα Ηνωμένα Έθνη. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης αντίφαση εδώ. Η αρχική ιδέα της ACTA είναι να προσφέρει διεθνή προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Υποτίθεται ότι αποτρέπει την παραποίηση των προϊόντων ή των εμπορικών σημάτων. Για παράδειγμα να χρησιμοποιήσεις το εμπορικό σήμα μιας γνωστής εταιρείας όπως η Armani ή η Coca Cola για να πουλήσεις προφυλακτικά ή τσάντες. Με τον ίδιο τρόπο, θα υποστηρίζει καλλιτέχνες ή δημοσιογράφους. Όμως το λεξικό ορίζει τη λέξη παραποίηση ως «μια αλλοίωση πράγματος με σκοπό την εξαπάτηση των άλλων». Αλλά όταν ένα αρχείο αντιγράφεται στο διαδίκτυο, είναι ακριβώς το ίδιο με το πρωτότυπο, δεν έχει αλλοιωθεί και δεν έχει κλαπεί, αφού το πρωτότυπο δεν έχει αφαιρεθεί. Η πληροφορία απλά κοινοποιείται ελεύθερα. Η πνευματική ιδιοκτησία μπορεί να είναι πολλά πράγματα, μπορεί να είναι ένα εμπορικό σήμα ή, απλά, μια ιδέα ή μια πληροφορία που μπορεί να αποκτήσει πνευματικά δικαιώματα, να απαγορευτεί και να ποινικοποιηθεί. Αυτό θα επηρεάσει δραματικά το διαδίκτυο, όπως το ξέραμε. Το παράδειγμα των μαθημάτων μαγειρικής που πληρώνεις για να παρακολουθήσεις και μετά μεταφέρεις αυτά που έμαθες στη γυναίκα σου, εξηγεί το πώς λειτουργεί η ACTA. Σ’ αυτή την περίπτωση και εσύ, που πλήρωσες τα μαθήματα, και η γυναίκα σου, είστε εγκληματίες. Αντιλαμβανόμαστε όλοι πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό στην εκπαιδευτική πυραμίδα. Κανονικά θα ήταν αδύνατον να μάθει κανείς πως μετέδωσες τις συνταγές μαγειρικής στη γυναίκα σου, αφού αυτή η μετάδοση συμβαίνει μέσα στη ιδιωτικότητα του σπιτιού σας, όμως η ACTA το αλλάζει αυτό, κινητοποιώντας μια ατελείωτη διαδικασία επιτήρησης στις επικοινωνίες σου. Αυτό σημαίνει ότι αν στείλεις ένα MP3 σ΄ έναν φίλο σου μέσω chat, ή αν ανεβάσεις ένα βίντεο από ένα πάρτι όπου παίζεται μουσική προστατευμένη από πνευματικά δικαιώματα ή παραθέτεις ένα, προστατευμένο από πνευματικά δικαιώματα, άρθρο εφημερίδας σε ένα email, κινδυνεύεις με πρόστιμο ή, ακόμη, και με φυλάκιση. Πώς θα συνεχίσουν να δουλεύουν ιστότοποι όπως το You Tube, το Facebook ή το Twitter, μετά από αυτό;
Η ιδέα ότι μεγάλα χρηματικά ποσά μπορούν να επενδύονται, όχι πλέον στην αγορά υλικών αγαθών και έργων τέχνης αλλά στα πνευματικά τους δικαιώματα, είναι σχετικά καινούργια. Ο Bill Gates κατέβαλλε τεράστια χρηματικά τιμήματα, περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια, για ν’ αποκτήσει τα δικαιώματα αναπαραγωγής έργων από το Λούβρο, το Ερμιτάζ, την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και το Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ. Το 1997 η εταιρεία του Gates σκάναρε ηλεκτρονικά ένα εκατομμύριο εικόνες μετατρέποντάς τις σε ψηφιακές. Η ιδέα πίσω απ’ αυτό είναι να μπει η τέχνη στα σπίτια εκατομμυρίων ανθρώπων με τη μορφή εικόνων υψηλής ανάλυσης, ενσωματωμένων σε νέες, εντελώς επίπεδες οθόνες και, ίσως αργότερα, σε τρισδιάστατες αναπαραγωγές ή και ολογραφίες πρωτοφανούς ευκρίνειας όπου κάθε λεπτομέρεια της πινελιάς, της υφής ή της υπογραφής του καλλιτέχνη θα είναι ορατές με ευκολία από πολύ κοντινή απόσταση και τέλειο φωτισμό, κάτι συχνά αδύνατο σ’ ένα μουσείο, όπως το Λούβρο, για παράδειγμα. Όμως, για να επιστρέψουμε στο θέμα των NFT, λέγαμε ότι η παράδοση που αυτά τώρα θεμελιώνουν θα συνεχίσει στο διηνεκές όσο υπάρχουν πολύ πλούσιοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν μερικά εκατομμύρια για ένα έργο τέχνης, χωρίς να το καλοσκεφθούν. Ο αριθμός των (δις)εκατομμυριούχων εκτινάχτηκε τα τελευταία χρόνια και μαζί μ’ αυτούς και η πολυτέλεια, από μια μικρή βιοτεχνία σε βιομηχανία. Εξαιρετικά ακριβά ρούχα, κοσμήματα, ακριβά gadgets, αυτοκίνητα πολυτελείας, κότερα και βίλες, πισίνες, ιδιωτικά τζετ, έργα τέχνης, αντίκες, σπάνια και ακριβά πράγματα. «Προκαλώ έναν φίλο της ζωγραφικής», έγραφε κάποτε ο Georges Bataille, «να αγαπήσει έναν πίνακα όσο ένας φετιχιστής αγαπάει ένα παπούτσι».
Συντηρείται κάπου ακόμη αυτό το πάθος στα όρια της διαστροφής για το σύγχρονο καλλιτεχνικό αντικείμενο; Και αν ναι, πού βρίσκεται αυτό; Στους χώρους φύλαξης των ιδιωτικών συλλογών; Σε ομάδες «οπαδών» και «φανατικών» της τέχνης ή των καλλιτεχνών; Στις σελίδες πολεμικών άρθρων του εξειδικευμένου τύπου ή των μέσων μαζικής ενημέρωσης; Κανένας πολιτισμός, σε καμία στιγμή της ανθρώπινης εξέλιξης, δεν είχε περισσότερα αποκτήματα, από αυτά που έχουμε εμείς σήμερα. Τα σπίτια μας είναι γεμάτα με αντικείμενα. Σε κάθε δωμάτιο έχουμε και μία οθόνη πλάσματος ή έναν υπολογιστή, έχουμε ντουλάπες γεμάτες παπούτσια. Στοίβες από compact discs ή DVD. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, μια φωτογραφική μηχανή σχεδιαζόταν για να κρατήσει μια ζωή, μία τηλεφωνική συσκευή παραχωρείτο από την κρατική εταιρεία τηλεφωνίας, κατασκευασμένη με βιομηχανικές προδιαγραφές, μία γραφομηχανή ήταν κάτι που ο συγγραφέας θα κρατούσε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Σε καμία άλλη περίοδο της ανθρωπότητας δεν καταργήθηκαν τόσα πολλά αντικείμενα, γραφομηχανές, κασέτες και κασετόφωνα, βιντεοκάμερες, video-player, super-8, κασέτες 8-track, LaserDisc, φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές super-2, παιχνίδια παλιάς τεχνολογίας, βιντεοπαιχνίδια. Σ’ αυτή τη διαδικασία εξαφάνισης το μόνο εμπόδιο είναι η μετα-βιομηχανική νοσταλγία και η συλλεκτική εμμονή που έχει ενταθεί σ’ αυτή την περίοδο του άκρατου καταναλωτισμού. Αυτή η μέχρι τώρα σκληρή διαδικασία σκυταλοδρομίας από την παλιά τεχνολογία στην καινούργια έχει επιταχυνθεί υπερβολικά έτσι ώστε η διάρκεια ζωής των μηχανημάτων να μετριέται πλέον σε μήνες και όχι σε χρόνια. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η ταχύτητα θα εμποδίσει να διαμορφωθούν σχέσεις οικειότητας και εθισμού μεταξύ χρήστη και μηχανημάτων.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες παρότι γίνονται από χίπστερς και ανθρώπους δυναμικούς που αναζητούν τα φώτα της δημοσιότητας ή ακολουθούν τις μόδες, όμως πρόκειται για ανθρώπους τουλάχιστον τριάντα ετών, συχνά παραπάνω, που αν ακόμη δεν έχουν ζήσει αυτές τις δεκαετίες του ’’60, του 70 και του ’80, τουλάχιστον νιώθουν μια έντονη νοσταλγία γι’ αυτές, κατανοώντας την ανάγκη συλλογής και διατήρησης των φυσικών αυτών αντικειμένων. Κάτι αμφίβολο έχει συμβεί με τη νεότερη γενιά ανθρώπων που, γεννημένοι μέσα στον καινούργιο αιώνα, αποκαλούνται συχνά Millenials. Αυτοί μοιάζουν να έχουν αποκοπεί ολοσχερώς από την ανάγκη απόκτησης φυσικών αντικειμένων, με την εξαίρεση ασφαλώς των πολυμηχανημάτων που είναι τα σημερινά smartphones. Μας προβληματίζει τί θ’ αφήσει στους αρχαιολόγους του μέλλοντος η άυλη ψηφιακή εποχή των μιλένιαλς: σκουριασμένα σμαρτφοουνς και τάμπλετς και σκληρούς δίσκοι που, προφανώς, δεν θα ανοίγουν. Τι θ’ αφήσει το Cloud και το Internet; Είναι αθάνατα τα NFT; Η εικόνα δεν φθείρεται με την αναπαραγωγή, όπως φθειρόντουσαν οι κασέτες μουσικής ή έχαναν τη σαφήνεια οι πολλαπλές φωτομηχανικές αναπαραγωγές όμως σταδιακά τα ψηφιακά αρχεία εξασθενούν. Τα φόρματ σταματούν να είναι ενεργά μετά από μερικά χρόνια, οι ιστοσελίδες πέφτουν και (σε πιο μη τεχνολογικό επίπεδο) οι άνθρωποι ξεχνούν τα συνθηματικά. Υπάρχει λοιπόν τέλος ακόμη και για τα αθάνατα έργα.
Φαίνεται ότι η κύρια συζήτηση για τη φιλοσοφική κατάσταση του έργου τέχνης κατά την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα σχεδόν μονοπωλείται από το ζήτημα της Αποϋλοποίησης, παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο έχει πολύ παλαιότερες ρίζες. Τον Μάρτιο του 2021 στην κουβέντα μπήκε το φαινόμενο των NFT (Non-Fungible Tokens), με άλλα λόγια, τη δυνατότητα άυλων ψηφιακών αρχείων, άρα και ψηφιακών έργων τέχνης να πουλιούνται και να μεταβιβάζονται ως μοναδικά, και άρα πολύτιμα, αντικείμενα. Η πώληση ενός τέτοιου έργου του καλλιτέχνη Beeple στο ποσό των 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων άνοιξε τη συζήτηση που προκάλεσαν τα μίντια παγκοσμίως. Λίγο μετά ένα (κυριολεκτικά) αόρατο έργο τέχνης του ιταλού καλλιτέχνη Salvatore Garau πουλήθηκε για 15 χιλιάδες ευρώ, ποσό ασφαλώς μικρότερο από το προηγούμενο, όμως με μια έντονη συμβολική σημασία, μια που ο καλλιτέχνης πρόβαλε το φιλοσοφικό επιχείρημα ότι ενώ το γλυπτό δεν υπάρχει στη φυσική του μορφή, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Όπως προβλέπεται, ο αγοραστής θα λάβει πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου, που θα υπογραφτεί και θα σφραγιστεί από τον ίδιο τον δημιουργό.
Για να επιστρέψουμε στο θέμα των NFT, μιλάνε πλέον για εκατομμύρια σε αγορές τέτοιου τύπου έργων τέχνης. Η μετάφραση του όρου Non-Fungible Token θα πρέπει να είναι κάτι σαν Μη Ανταλλάξιμο Κέρμα/Κουπόνι/Σύμβολο… Κέρμα, με την έννοια των κρυπτονομισμάτων όπως το bitcoin, με τα οποία τα NFT μοιράζονται πολλά κοινά. Με το Μη Ανταλλάξιμο εννοείται το Μοναδικό, με την έννοια με την οποία τα έργα τέχνης ήταν μοναδικά –πριν την Εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής (Φωτογραφία, Φιλμ, Βιντεοκασέτες, Ψηφιακή Τέχνη,…). Η έκρηξη του διαδικτύου και της ψηφιακότητας επέτρεψε μια άνευ προηγουμένου διακίνηση ψηφιακού υλικού: ολόκληρες φιλμογραφίες, βιβλιογραφίες, δισκογραφίες και, σε ακόμη πιο απλό επίπεδο, ολόκληρες πινακοθήκες.
Όχι μόνον εικαστικά έργα τέχνης ή έργα τέχνης γενικώς αλλά και άρθρα σε εφημερίδες, σελίδες από blogs, λογοτεχνικά βιβλία μπορούν επίσης να πουληθούν ως NFT σε κάποιον μοναδικό ιδιοκτήτη. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε τις αγοραπωλησίες tweets, (με τον εφευρέτη του Twitter να πουλάει ένα πρωιμο τέτοιο για ένα ποσό κοντά στα τρία εκατομμύρια δολάρια). Κάποιος άλλος αγόρασε ένα βίντεο 50 δευτερολέπτων της ποπ μουλτι-καλλιτέχνιδας Grimes για κάτι λιγότερο από 6 εκατομμύρια δολάρια ή κάποιος άλλος έδωσε 6,6 εκατομμύρια για ένα βίντεο του Beeple. Κάποια έργα NFT έχουν πουληθεί πολλά εκατομμύρια περισσότερο από ζωγραφικά έργα του Monet ή άλλων καλλιτεχνών. Εδώ χρειάζεται μια παύση. Έχουμε ζαλιστεί από τα αμύθητα αυτά ποσά και μάλλον δυσκολευόμαστε να προσεγγίσουμε το θέμα ψύχραιμα…
Φυσικά τα ψηφιακά αυτά έργα τέχνης μπορούν να συνεχίσουν να αναπαράγονται όπως κάθε ψηφιακό έργο όμως η κυριότητα τα καθιστά μοναδικά. Άρα αυτό που (μάλλον) προδιαγράφεται για το μέλλον είναι η εξέλιξη τριών διάφορων και διακριτών (;) φιλοσοφικών προσεγγίσεων στο έργο τέχνης: Η μια θα συνεχίσει την παράδοση του υλικού έργου τέχνης όπως το ξέραμε, ή περίπου. Οι γενιές από τους μιλένιαλς και μετά πιθανόν να δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να κατανοήσουν τη λογική να γεμίζεις διαμερίσματα με υλικά αντικείμενα… Η δεύτερη θα είναι αυτή της διάχυσης της ψηφιακότητας χωρίς περιορισμούς παρά τις νομικές προσπάθειες να την καθυποτάξουν (βλέπε παρακάτω). Η τρίτη θα συνεχίσει τη λογική των NFT (ή όπως πιθανόν να λέγονται σε μερικά χρόνια) και να προσπαθήσει να κατοχυρώσει την έννοια της μοναδικότητας και της ιδιοκτησίας με κάθε δυνατό τρόπο. Θα απευθύνεται πιθανότατα σε εκατομμυριούχους (που απ’ ό,τι φαίνεται θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν) αλλά, ίσως, και σε πολύ φτωχότερους. Ενδεχόμενα σε scalpers ή οπορτουνιστές που θα επιδιώκουν το γρήγορο αυγάτισμα της επένδυσής τους (όπως γίνεται σήμερα με κάθε είδους συλλεκτικά είδη όπως οι κάρτες με παίκτες του μπέιζμπολ στις Η.Π.Α. ή τα εισιτήρια συναυλιών).
Όταν η τέχνη ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα χειροτεχνικών μεθόδων, η προσφορά καλλιτεχνικών δημιουργημάτων είχε αναπόφευκτα εγκλωβιστεί, και στην περίπτωση που υπήρχε αυξημένη ζήτηση ενός έργου, οι τιμές έπαιρναν ανοδική πορεία. Εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες οι οποίοι ορίζουν την αξία μέσω της ατομικής τους επίπονης χειρωνακτικής εργασίας ή εκείνης των βοηθών τους, προκειμένου να δημιουργήσουν μοναδικά, μη αναπαραγόμενα έργα. Εντούτοις, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν την τάση να χρησιμοποιούν τεχνικά και αναπαραγόμενα μέσα -κυρίως φωτογραφίες και βίντεο- και οι περιορισμοί της παραγωγής κατέληξαν να είναι επίπλαστοι.
Από μια φωτογραφική εκτύπωση, για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να φτιάξει οποιοδήποτε αριθμό εκτυπώσεων. Το να αναζητήσει κανείς την «αυθεντική» εκτύπωση δεν έχει κανένα νόημα. Η φωτογραφία είναι το καταλληλότερο ίσως παράδειγμα, ανάμεσα σε μια ολόκληρη κατηγορία σύγχρονων βιομηχανικών διαδικασιών που περιέχουν πράγματα όπως βιβλία, δίσκους, μουσική, cd και dvd, ρούχα και αντικείμενα βιομηχανικού σχεδιασμού αν διευρύνει κανείς την έννοια, που μπορούν να παράξουν ατελείωτα, πανομοιότυπα αντικείμενα. Ίσως ένα στοιχείο που καθιστά το σημερινό σύστημα της τέχνης (μουσεία, γκαλερί, διάσημοι καλλιτέχνες) σε διάσταση με την εποχή του είναι η τελείως διαφορετική αντίληψη σε σχέση με τη διακίνηση του υλικού. Εκεί που το σύστημα επιμένει και παλεύει απεγνωσμένα να θεμελιώσει την αξία του «αυθεντικού έργου τέχνης», γύρω του εκατομμύρια εικόνες, πολυμέσα, πληροφορίες, διακινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ελεύθερα ή περίπου ελεύθερα. Η κατάσταση της τεχνολογίας το επιτρέπει αυτό, η νομοθεσία και το σύστημα της τέχνης όμως προσπαθεί να το αντιπαλέψει.
Η εμπορική συμφωνία κατά της παραποίησης /απομίμησης (ACTA) ήταν μια προσπάθεια να θεσπιστούν μια σειρά διεθνών προτύπων για την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η συμφωνία στοχεύει στη δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου για τη στόχευση παραποιημένων προϊόντων, γενόσημων φαρμάκων και παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων στο Διαδίκτυο, με σκοπό να δημιουργηθεί ένας υπεροργανισμός όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας και τα Ηνωμένα Έθνη. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης αντίφαση εδώ. Η αρχική ιδέα της ACTA είναι να προσφέρει διεθνή προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Υποτίθεται ότι αποτρέπει την παραποίηση των προϊόντων ή των εμπορικών σημάτων. Για παράδειγμα να χρησιμοποιήσεις το εμπορικό σήμα μιας γνωστής εταιρείας όπως η Armani ή η Coca Cola για να πουλήσεις προφυλακτικά ή τσάντες. Με τον ίδιο τρόπο, θα υποστηρίζει καλλιτέχνες ή δημοσιογράφους. Όμως το λεξικό ορίζει τη λέξη παραποίηση ως «μια αλλοίωση πράγματος με σκοπό την εξαπάτηση των άλλων». Αλλά όταν ένα αρχείο αντιγράφεται στο διαδίκτυο, είναι ακριβώς το ίδιο με το πρωτότυπο, δεν έχει αλλοιωθεί και δεν έχει κλαπεί, αφού το πρωτότυπο δεν έχει αφαιρεθεί. Η πληροφορία απλά κοινοποιείται ελεύθερα. Η πνευματική ιδιοκτησία μπορεί να είναι πολλά πράγματα, μπορεί να είναι ένα εμπορικό σήμα ή, απλά, μια ιδέα ή μια πληροφορία που μπορεί να αποκτήσει πνευματικά δικαιώματα, να απαγορευτεί και να ποινικοποιηθεί. Αυτό θα επηρεάσει δραματικά το διαδίκτυο, όπως το ξέραμε. Το παράδειγμα των μαθημάτων μαγειρικής που πληρώνεις για να παρακολουθήσεις και μετά μεταφέρεις αυτά που έμαθες στη γυναίκα σου, εξηγεί το πώς λειτουργεί η ACTA. Σ’ αυτή την περίπτωση και εσύ, που πλήρωσες τα μαθήματα, και η γυναίκα σου, είστε εγκληματίες. Αντιλαμβανόμαστε όλοι πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό στην εκπαιδευτική πυραμίδα. Κανονικά θα ήταν αδύνατον να μάθει κανείς πως μετέδωσες τις συνταγές μαγειρικής στη γυναίκα σου, αφού αυτή η μετάδοση συμβαίνει μέσα στη ιδιωτικότητα του σπιτιού σας, όμως η ACTA το αλλάζει αυτό, κινητοποιώντας μια ατελείωτη διαδικασία επιτήρησης στις επικοινωνίες σου. Αυτό σημαίνει ότι αν στείλεις ένα MP3 σ΄ έναν φίλο σου μέσω chat, ή αν ανεβάσεις ένα βίντεο από ένα πάρτι όπου παίζεται μουσική προστατευμένη από πνευματικά δικαιώματα ή παραθέτεις ένα, προστατευμένο από πνευματικά δικαιώματα, άρθρο εφημερίδας σε ένα email, κινδυνεύεις με πρόστιμο ή, ακόμη, και με φυλάκιση. Πώς θα συνεχίσουν να δουλεύουν ιστότοποι όπως το You Tube, το Facebook ή το Twitter, μετά από αυτό;
Η ιδέα ότι μεγάλα χρηματικά ποσά μπορούν να επενδύονται, όχι πλέον στην αγορά υλικών αγαθών και έργων τέχνης αλλά στα πνευματικά τους δικαιώματα, είναι σχετικά καινούργια. Ο Bill Gates κατέβαλλε τεράστια χρηματικά τιμήματα, περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια, για ν’ αποκτήσει τα δικαιώματα αναπαραγωγής έργων από το Λούβρο, το Ερμιτάζ, την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και το Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ. Το 1997 η εταιρεία του Gates σκάναρε ηλεκτρονικά ένα εκατομμύριο εικόνες μετατρέποντάς τις σε ψηφιακές. Η ιδέα πίσω απ’ αυτό είναι να μπει η τέχνη στα σπίτια εκατομμυρίων ανθρώπων με τη μορφή εικόνων υψηλής ανάλυσης, ενσωματωμένων σε νέες, εντελώς επίπεδες οθόνες και, ίσως αργότερα, σε τρισδιάστατες αναπαραγωγές ή και ολογραφίες πρωτοφανούς ευκρίνειας όπου κάθε λεπτομέρεια της πινελιάς, της υφής ή της υπογραφής του καλλιτέχνη θα είναι ορατές με ευκολία από πολύ κοντινή απόσταση και τέλειο φωτισμό, κάτι συχνά αδύνατο σ’ ένα μουσείο, όπως το Λούβρο, για παράδειγμα. Όμως, για να επιστρέψουμε στο θέμα των NFT, λέγαμε ότι η παράδοση που αυτά τώρα θεμελιώνουν θα συνεχίσει στο διηνεκές όσο υπάρχουν πολύ πλούσιοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν μερικά εκατομμύρια για ένα έργο τέχνης, χωρίς να το καλοσκεφθούν. Ο αριθμός των (δις)εκατομμυριούχων εκτινάχτηκε τα τελευταία χρόνια και μαζί μ’ αυτούς και η πολυτέλεια, από μια μικρή βιοτεχνία σε βιομηχανία. Εξαιρετικά ακριβά ρούχα, κοσμήματα, ακριβά gadgets, αυτοκίνητα πολυτελείας, κότερα και βίλες, πισίνες, ιδιωτικά τζετ, έργα τέχνης, αντίκες, σπάνια και ακριβά πράγματα. «Προκαλώ έναν φίλο της ζωγραφικής», έγραφε κάποτε ο Georges Bataille, «να αγαπήσει έναν πίνακα όσο ένας φετιχιστής αγαπάει ένα παπούτσι».
Συντηρείται κάπου ακόμη αυτό το πάθος στα όρια της διαστροφής για το σύγχρονο καλλιτεχνικό αντικείμενο; Και αν ναι, πού βρίσκεται αυτό; Στους χώρους φύλαξης των ιδιωτικών συλλογών; Σε ομάδες «οπαδών» και «φανατικών» της τέχνης ή των καλλιτεχνών; Στις σελίδες πολεμικών άρθρων του εξειδικευμένου τύπου ή των μέσων μαζικής ενημέρωσης; Κανένας πολιτισμός, σε καμία στιγμή της ανθρώπινης εξέλιξης, δεν είχε περισσότερα αποκτήματα, από αυτά που έχουμε εμείς σήμερα. Τα σπίτια μας είναι γεμάτα με αντικείμενα. Σε κάθε δωμάτιο έχουμε και μία οθόνη πλάσματος ή έναν υπολογιστή, έχουμε ντουλάπες γεμάτες παπούτσια. Στοίβες από compact discs ή DVD. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, μια φωτογραφική μηχανή σχεδιαζόταν για να κρατήσει μια ζωή, μία τηλεφωνική συσκευή παραχωρείτο από την κρατική εταιρεία τηλεφωνίας, κατασκευασμένη με βιομηχανικές προδιαγραφές, μία γραφομηχανή ήταν κάτι που ο συγγραφέας θα κρατούσε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Σε καμία άλλη περίοδο της ανθρωπότητας δεν καταργήθηκαν τόσα πολλά αντικείμενα, γραφομηχανές, κασέτες και κασετόφωνα, βιντεοκάμερες, video-player, super-8, κασέτες 8-track, LaserDisc, φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές super-2, παιχνίδια παλιάς τεχνολογίας, βιντεοπαιχνίδια. Σ’ αυτή τη διαδικασία εξαφάνισης το μόνο εμπόδιο είναι η μετα-βιομηχανική νοσταλγία και η συλλεκτική εμμονή που έχει ενταθεί σ’ αυτή την περίοδο του άκρατου καταναλωτισμού. Αυτή η μέχρι τώρα σκληρή διαδικασία σκυταλοδρομίας από την παλιά τεχνολογία στην καινούργια έχει επιταχυνθεί υπερβολικά έτσι ώστε η διάρκεια ζωής των μηχανημάτων να μετριέται πλέον σε μήνες και όχι σε χρόνια. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η ταχύτητα θα εμποδίσει να διαμορφωθούν σχέσεις οικειότητας και εθισμού μεταξύ χρήστη και μηχανημάτων.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες παρότι γίνονται από χίπστερς και ανθρώπους δυναμικούς που αναζητούν τα φώτα της δημοσιότητας ή ακολουθούν τις μόδες, όμως πρόκειται για ανθρώπους τουλάχιστον τριάντα ετών, συχνά παραπάνω, που αν ακόμη δεν έχουν ζήσει αυτές τις δεκαετίες του ’’60, του 70 και του ’80, τουλάχιστον νιώθουν μια έντονη νοσταλγία γι’ αυτές, κατανοώντας την ανάγκη συλλογής και διατήρησης των φυσικών αυτών αντικειμένων. Κάτι αμφίβολο έχει συμβεί με τη νεότερη γενιά ανθρώπων που, γεννημένοι μέσα στον καινούργιο αιώνα, αποκαλούνται συχνά Millenials. Αυτοί μοιάζουν να έχουν αποκοπεί ολοσχερώς από την ανάγκη απόκτησης φυσικών αντικειμένων, με την εξαίρεση ασφαλώς των πολυμηχανημάτων που είναι τα σημερινά smartphones. Μας προβληματίζει τί θ’ αφήσει στους αρχαιολόγους του μέλλοντος η άυλη ψηφιακή εποχή των μιλένιαλς: σκουριασμένα σμαρτφοουνς και τάμπλετς και σκληρούς δίσκοι που, προφανώς, δεν θα ανοίγουν. Τι θ’ αφήσει το Cloud και το Internet; Είναι αθάνατα τα NFT; Η εικόνα δεν φθείρεται με την αναπαραγωγή, όπως φθειρόντουσαν οι κασέτες μουσικής ή έχαναν τη σαφήνεια οι πολλαπλές φωτομηχανικές αναπαραγωγές όμως σταδιακά τα ψηφιακά αρχεία εξασθενούν. Τα φόρματ σταματούν να είναι ενεργά μετά από μερικά χρόνια, οι ιστοσελίδες πέφτουν και (σε πιο μη τεχνολογικό επίπεδο) οι άνθρωποι ξεχνούν τα συνθηματικά. Υπάρχει λοιπόν τέλος ακόμη και για τα αθάνατα έργα.