«Υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να τη ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας».
«Ο Μύθος του Σισύφου», Αλμπέρ Καμύ
Είναι βράδυ Παρασκευής στον σταθμό Ομονοίας. Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην αποβάθρα αναμονής, αντιλαμβάνομαι μια έντονη αναστάτωση να επικρατεί ανάμεσα στον κόσμο που περιμένει. Όταν εν τέλει επιβιβαστήκαμε και έκλεισαν οι πόρτες του βαγονιού με έναν γδούπο, από τα ηχεία ακούστηκε η εξής ανακοίνωση: «Το τρένο θα κινηθεί μόνο ανάμεσα στους σταθμούς Βικτώρια, Αττική, Άνω Πατήσια και Κηφισιά, λόγω απόπειρας αυτοκτονίας».
Στο αγγλικό subway θα ακολουθούσαν το πρωτόκολλο, σκέφτηκα, και θα χρησιμοποιούσαν πιο απρόσωπες εκφράσεις, όπως «route changes due to disruptions». Σίγουρα δεν θα αναφερόταν σε καμία περίπτωση η λέξη «αυτοκτονία», ούτως ώστε να μην φυσικοποιείται αυτή η σχέση ανάμεσα στις ράγες και τον εκούσιο θάνατο και να αποφεύγεται η υποσυνείδητη προώθηση της ιδέας της «αυτοκτονίας στις σιδηροδρομικές γραμμές».
Η γενικευμένη ανησυχία για τα διάδοση της αυτοκτονίας, στα τέλη του 19ου αιώνα στον δυτικό κόσμο, δημιούργησε την ανάγκη να εντοπιστούν τα κοινωνικά της αίτια. Ήδη από το 1600 η γνωστή διερώτηση του Άμλετ «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» συμπυκνώνει την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης. Πολύ αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο κοινωνιολόγος Εμίλ Ντιρκέμ στρέφει την αναζήτηση των αιτιών από το άτομο στις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν στην αυτοχειρία. Σύμφωνα με τις απόψεις του, η αυτοκτονία έχει κοινωνικά αίτια, την απουσία ουσιαστικής κοινωνικοποίησης. Δεν είναι διόλου τυχαίο άλλωστε που με την εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης, αντίστοιχα αυξήθηκαν και κατακόρυφα τα ποσοστά των αυτοκτονιών στην Ελλάδα. Κάπως έτσι η αυτοκτονία έγινε θεμελιώδες ερώτημα της εποχής μας αλλά και ταμπού, καθώς έχει πολιτικές προεκτάσεις. Είναι πιο βολικό να θεωρείται η αυτοκτονία απλά ατομικό ζήτημα.
Αυτή την εξωραϊσμένη πλευρά της εντόπιας ιστορίας σε όσους εξέπεσαν από απόγνωση και προχώρησαν στην ύστατη πράξη, συνθέτουν τα μνημεία και η έρευνα πίσω από μια νέα έκθεση που θα διαρκέσει όλο το χρόνο του 2022. Την εποχή της συναισθηματικής σήψης, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστεί ως καταθλιπτικό ή γραφικό οτιδήποτε δεν συμβαδίζει με τον εξωραισμό της ευαλωτότητας η έκθεση αυτή αποτελεί μια τρυφερή, πολύπλευρη και κυρίως απενεχοποιημένη ματιά σε μια αφανή πλευρά της εντόπιας ιστορίας.
Ένας από τους βασικούς ανθρώπους που έστησαν το “Μουσείο ελληνικής αυτοχειρίας”, ο ποιητής Σαμσών Ρακάς, μάς είπε δύο λόγια για το εγχείρημα. Ο Σαμσών, και οι άνθρωποι του “Ρομαντικού πανεπιστημίου Αθηνών” ανοίγουν την έκθεση στο κοινό κάθε Σαββατοκύριακο με διαφορετικά πολλές φορές δρώμενα, προβολές και περφόρμανς.
«Πολλά χρόνια φυλλομετρώ ψηφιοποιημένες σελίδες εφημερίδων θέλοντας να αντιληφθώ την δραματουργία του παρελθόντος απευθείας από την πηγή χωρίς την διαμεσολάβηση βιβλίων. Σε μία από αυτές τις ψηφιακές επισκέψεις μου έπεσα πάνω σε μια σελίδα εφημερίδας που δημοσίευσε έπειτα από αίτημα του αυτόχειρα την αποχαιρετιστήρια επιστολή του, όπως συνηθιζόταν έναν αιώνα πριν. Μόνο που αντί επιστολής είχε αφήσει πίσω του ένα πολυσέλιδο ποιητικό σχεδίασμα Δαντικού ύφους που με συγκίνησε με τρόπο που κανένα βιβλίο ποίησης δεν το έχει κάνει», μας λέει ο κ. Ρακάς, και συνεχίζει:
«Αναρωτήθηκα λοιπόν, πόση χαμένη ποίηση υπάρχει στον τόπο; Όπως αναρωτήθηκα επίσης για το αν η ποίηση αλλά και γενικά τα τελευταία λόγια του αυτόχειρα μεσολαβούν ανάμεσα σε δύο κόσμους, αν κλείνουν μέσα τους την αίσθηση του Ιερού έτσι όπως βρίσκονται in limbo [σ.σ in imbo, δηλαδή σε κατάσταση εγκατάλειψης, ξεχασμένο]. Συνέχισα λοιπόν την αναζήτηση πιο επισταμένα, συγκεντρώνοντας έναν τεράστιο τραυματικό όγκο υλικού (στην οργάνωση του οποίου με βοήθησε ο συνεργάτης μου Κίμωνας Θεοδώρου) ώσπου αποφάσισα να το διαμοιράσω με open call μέσω του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε ανθρώπους από όλο το φάσμα του «ανήσυχου» πολιτισμού. Έτσι γεννήθηκε το Απονενοημένο Σύνταγμα και η έκθεση που ονομάστηκε «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας» με περίπου 200 συμμετέχοντες».
«Αποκατάσταση της μνήμης ενός ανθρώπου που μαρτύρησε»
«Ο σκοπός του εγχειρήματος έχει πολλαπλές στοχεύσεις και φαντάζομαι διαφέρει στον καθένα και την καθεμιά που συμμετέχει στην έκθεση. Προσωπικά μιλώντας, έχοντας και την εποπτεία του υλικού, πρωταρχικός σκοπός είναι η ανίχνευση της νεοελληνικής ιστορίας από την πλευρά της απελπισίας και το κατά πόσο μπορεί να συγκροτηθεί μια τέτοιου τύπου θέαση του παρελθόντος, με τρόπο κάθετο και μοναδικό κάθε φορά, εννοώντας μη στατιστικό. Με ενθουσιάζει μια ιστορία χωρίς ιστορικούς. Θα έλεγα πως κάθε έργο στην έκθεση (εικαστικό, μουσικό, κειμενικό, οπτικοακουστικό κ.α.) αποτελεί μια πράξη αποκατάστασης της μνήμης ενός ανθρώπου που μαρτύρησε μέσα στη νεοελληνική ιστορία και καταδικάστηκε μέσα στα χωνευτήρια της εθνικής λήθης», μας λέει ο διοργανωτής της έκθεσης και προσθέτει:
«Ας μην ξεχνάμε όμως πως πρωτίστως παρουσιάζουμε ιστορικά ντοκουμέντα από το παρελθόν. Δεν είναι μόνο η αυτοκτονία το ζητούμενο. Προηγείται η φανέρωση ενός δημοσιογραφικού λόγου που αρέσκεται στο να ειρωνεύεται ή και να σκυλεύει τους αυτόχειρες, αντικατοπτρίζοντας έτσι και την στάση της κοινωνίας πάνω στο θέμα του εκούσιου θανάτου αλλά και γενικότερα φανερώνουμε τον πολιτισμικό ψυχισμό που συγκροτεί την δημόσια σφαίρα και την κοινή γνώμη».
Σύμφωνα με τον κ. Ρακά, «μια κοινή γνώμη γεμάτη με βαθιά ριζωμένα χριστιανικά κατάλοιπα και σωτηριολογικού τύπου ηθική, που είναι έτοιμη να κατασπαράξει οτιδήποτε βγαίνει έξω από το δημοκρατικό τόξο της αριστερής ή δεξιάς αισιοδοξίας. Και αυτό αφορά και την έκθεσή μας. Για να την επισκεφθεί κάποιος άνθρωπος θα πρέπει να υπερβεί την επικαιρότητα, τον δόλο της επιφανειακής ιδεολογίας, τον πολιτισμό της θεαματικής φλυαρίας. Πρόκειται για μια εμπειρία σιωπής και αυθυπέρβασης».
«Πιστεύω πως η συνειδητοποίηση του ιστορικού τραύματος που μας περιβάλλει εν αγνοία μας, είναι ικανή να προσφέρει την αλλαγή ατμόσφαιρας, να κάνει το βλέμμα μας πιο αιώνιο, πιο διορατικό, πιο ρεμβαστικό, πιο συγχωρητικό. Κι αυτό είναι το πρώτο βήμα για να επουλωθούν τα δικά μας πολλαπλά τραύματα, που κατά βάση είναι απόρροια της τυφλής πίστης μας στον υλιστικό τρόπο θέασης των πραγμάτων», σημειώνει ο ίδιος, καταλήγοντας με νόημα:
«Και γι’ αυτό, παράλληλα με την έκθεση, ήδη χτίζω δειλά δειλά ένα σεμινάριο «Ιστοριοθεραπείας» χωρίς να γνωρίζω ακόμα που θα με οδηγήσει. Στόχος πάντα παραμένει η επαναμάγευση, η αποκλινικοποίηση της ζωής, το αντιπάλεμα του παρόντος».
Κάθε Σάββατο και Κυριακή 18:00 – 20:30 (Ακολουθούν νυχτερινά δρώμενα)
ΥΓ: Για παραπάνω αναλυτικές πληροφορίες – ιστορικό του εγχειρήματος – πρόγραμμα (υπό ανανέωση) με τα νυχτερινά δρώμενα κάθε εβδομάδας, μπορείτε να ενημερωθείτε εδώ:
«Υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να τη ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας».
«Ο Μύθος του Σισύφου», Αλμπέρ Καμύ
Είναι βράδυ Παρασκευής στον σταθμό Ομονοίας. Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην αποβάθρα αναμονής, αντιλαμβάνομαι μια έντονη αναστάτωση να επικρατεί ανάμεσα στον κόσμο που περιμένει. Όταν εν τέλει επιβιβαστήκαμε και έκλεισαν οι πόρτες του βαγονιού με έναν γδούπο, από τα ηχεία ακούστηκε η εξής ανακοίνωση: «Το τρένο θα κινηθεί μόνο ανάμεσα στους σταθμούς Βικτώρια, Αττική, Άνω Πατήσια και Κηφισιά, λόγω απόπειρας αυτοκτονίας».
Στο αγγλικό subway θα ακολουθούσαν το πρωτόκολλο, σκέφτηκα, και θα χρησιμοποιούσαν πιο απρόσωπες εκφράσεις, όπως «route changes due to disruptions». Σίγουρα δεν θα αναφερόταν σε καμία περίπτωση η λέξη «αυτοκτονία», ούτως ώστε να μην φυσικοποιείται αυτή η σχέση ανάμεσα στις ράγες και τον εκούσιο θάνατο και να αποφεύγεται η υποσυνείδητη προώθηση της ιδέας της «αυτοκτονίας στις σιδηροδρομικές γραμμές».
Η γενικευμένη ανησυχία για τα διάδοση της αυτοκτονίας, στα τέλη του 19ου αιώνα στον δυτικό κόσμο, δημιούργησε την ανάγκη να εντοπιστούν τα κοινωνικά της αίτια. Ήδη από το 1600 η γνωστή διερώτηση του Άμλετ «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» συμπυκνώνει την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης. Πολύ αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο κοινωνιολόγος Εμίλ Ντιρκέμ στρέφει την αναζήτηση των αιτιών από το άτομο στις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν στην αυτοχειρία. Σύμφωνα με τις απόψεις του, η αυτοκτονία έχει κοινωνικά αίτια, την απουσία ουσιαστικής κοινωνικοποίησης. Δεν είναι διόλου τυχαίο άλλωστε που με την εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης, αντίστοιχα αυξήθηκαν και κατακόρυφα τα ποσοστά των αυτοκτονιών στην Ελλάδα. Κάπως έτσι η αυτοκτονία έγινε θεμελιώδες ερώτημα της εποχής μας αλλά και ταμπού, καθώς έχει πολιτικές προεκτάσεις. Είναι πιο βολικό να θεωρείται η αυτοκτονία απλά ατομικό ζήτημα.
Αυτή την εξωραϊσμένη πλευρά της εντόπιας ιστορίας σε όσους εξέπεσαν από απόγνωση και προχώρησαν στην ύστατη πράξη, συνθέτουν τα μνημεία και η έρευνα πίσω από μια νέα έκθεση που θα διαρκέσει όλο το χρόνο του 2022. Την εποχή της συναισθηματικής σήψης, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστεί ως καταθλιπτικό ή γραφικό οτιδήποτε δεν συμβαδίζει με τον εξωραισμό της ευαλωτότητας η έκθεση αυτή αποτελεί μια τρυφερή, πολύπλευρη και κυρίως απενεχοποιημένη ματιά σε μια αφανή πλευρά της εντόπιας ιστορίας.
Ένας από τους βασικούς ανθρώπους που έστησαν το “Μουσείο ελληνικής αυτοχειρίας”, ο ποιητής Σαμσών Ρακάς, μάς είπε δύο λόγια για το εγχείρημα. Ο Σαμσών, και οι άνθρωποι του “Ρομαντικού πανεπιστημίου Αθηνών” ανοίγουν την έκθεση στο κοινό κάθε Σαββατοκύριακο με διαφορετικά πολλές φορές δρώμενα, προβολές και περφόρμανς.
«Πολλά χρόνια φυλλομετρώ ψηφιοποιημένες σελίδες εφημερίδων θέλοντας να αντιληφθώ την δραματουργία του παρελθόντος απευθείας από την πηγή χωρίς την διαμεσολάβηση βιβλίων. Σε μία από αυτές τις ψηφιακές επισκέψεις μου έπεσα πάνω σε μια σελίδα εφημερίδας που δημοσίευσε έπειτα από αίτημα του αυτόχειρα την αποχαιρετιστήρια επιστολή του, όπως συνηθιζόταν έναν αιώνα πριν. Μόνο που αντί επιστολής είχε αφήσει πίσω του ένα πολυσέλιδο ποιητικό σχεδίασμα Δαντικού ύφους που με συγκίνησε με τρόπο που κανένα βιβλίο ποίησης δεν το έχει κάνει», μας λέει ο κ. Ρακάς, και συνεχίζει:
«Αναρωτήθηκα λοιπόν, πόση χαμένη ποίηση υπάρχει στον τόπο; Όπως αναρωτήθηκα επίσης για το αν η ποίηση αλλά και γενικά τα τελευταία λόγια του αυτόχειρα μεσολαβούν ανάμεσα σε δύο κόσμους, αν κλείνουν μέσα τους την αίσθηση του Ιερού έτσι όπως βρίσκονται in limbo [σ.σ in imbo, δηλαδή σε κατάσταση εγκατάλειψης, ξεχασμένο]. Συνέχισα λοιπόν την αναζήτηση πιο επισταμένα, συγκεντρώνοντας έναν τεράστιο τραυματικό όγκο υλικού (στην οργάνωση του οποίου με βοήθησε ο συνεργάτης μου Κίμωνας Θεοδώρου) ώσπου αποφάσισα να το διαμοιράσω με open call μέσω του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε ανθρώπους από όλο το φάσμα του «ανήσυχου» πολιτισμού. Έτσι γεννήθηκε το Απονενοημένο Σύνταγμα και η έκθεση που ονομάστηκε «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας» με περίπου 200 συμμετέχοντες».
«Αποκατάσταση της μνήμης ενός ανθρώπου που μαρτύρησε»
«Ο σκοπός του εγχειρήματος έχει πολλαπλές στοχεύσεις και φαντάζομαι διαφέρει στον καθένα και την καθεμιά που συμμετέχει στην έκθεση. Προσωπικά μιλώντας, έχοντας και την εποπτεία του υλικού, πρωταρχικός σκοπός είναι η ανίχνευση της νεοελληνικής ιστορίας από την πλευρά της απελπισίας και το κατά πόσο μπορεί να συγκροτηθεί μια τέτοιου τύπου θέαση του παρελθόντος, με τρόπο κάθετο και μοναδικό κάθε φορά, εννοώντας μη στατιστικό. Με ενθουσιάζει μια ιστορία χωρίς ιστορικούς. Θα έλεγα πως κάθε έργο στην έκθεση (εικαστικό, μουσικό, κειμενικό, οπτικοακουστικό κ.α.) αποτελεί μια πράξη αποκατάστασης της μνήμης ενός ανθρώπου που μαρτύρησε μέσα στη νεοελληνική ιστορία και καταδικάστηκε μέσα στα χωνευτήρια της εθνικής λήθης», μας λέει ο διοργανωτής της έκθεσης και προσθέτει:
«Ας μην ξεχνάμε όμως πως πρωτίστως παρουσιάζουμε ιστορικά ντοκουμέντα από το παρελθόν. Δεν είναι μόνο η αυτοκτονία το ζητούμενο. Προηγείται η φανέρωση ενός δημοσιογραφικού λόγου που αρέσκεται στο να ειρωνεύεται ή και να σκυλεύει τους αυτόχειρες, αντικατοπτρίζοντας έτσι και την στάση της κοινωνίας πάνω στο θέμα του εκούσιου θανάτου αλλά και γενικότερα φανερώνουμε τον πολιτισμικό ψυχισμό που συγκροτεί την δημόσια σφαίρα και την κοινή γνώμη».
Σύμφωνα με τον κ. Ρακά, «μια κοινή γνώμη γεμάτη με βαθιά ριζωμένα χριστιανικά κατάλοιπα και σωτηριολογικού τύπου ηθική, που είναι έτοιμη να κατασπαράξει οτιδήποτε βγαίνει έξω από το δημοκρατικό τόξο της αριστερής ή δεξιάς αισιοδοξίας. Και αυτό αφορά και την έκθεσή μας. Για να την επισκεφθεί κάποιος άνθρωπος θα πρέπει να υπερβεί την επικαιρότητα, τον δόλο της επιφανειακής ιδεολογίας, τον πολιτισμό της θεαματικής φλυαρίας. Πρόκειται για μια εμπειρία σιωπής και αυθυπέρβασης».
«Πιστεύω πως η συνειδητοποίηση του ιστορικού τραύματος που μας περιβάλλει εν αγνοία μας, είναι ικανή να προσφέρει την αλλαγή ατμόσφαιρας, να κάνει το βλέμμα μας πιο αιώνιο, πιο διορατικό, πιο ρεμβαστικό, πιο συγχωρητικό. Κι αυτό είναι το πρώτο βήμα για να επουλωθούν τα δικά μας πολλαπλά τραύματα, που κατά βάση είναι απόρροια της τυφλής πίστης μας στον υλιστικό τρόπο θέασης των πραγμάτων», σημειώνει ο ίδιος, καταλήγοντας με νόημα:
«Και γι’ αυτό, παράλληλα με την έκθεση, ήδη χτίζω δειλά δειλά ένα σεμινάριο «Ιστοριοθεραπείας» χωρίς να γνωρίζω ακόμα που θα με οδηγήσει. Στόχος πάντα παραμένει η επαναμάγευση, η αποκλινικοποίηση της ζωής, το αντιπάλεμα του παρόντος».
Κάθε Σάββατο και Κυριακή 18:00 – 20:30 (Ακολουθούν νυχτερινά δρώμενα)
ΥΓ: Για παραπάνω αναλυτικές πληροφορίες – ιστορικό του εγχειρήματος – πρόγραμμα (υπό ανανέωση) με τα νυχτερινά δρώμενα κάθε εβδομάδας, μπορείτε να ενημερωθείτε εδώ: