Μια ατάκα πάνω από ένα καρτούν: «Όλα τα αγόρια του διαολεμένου νέου κόσμου είναι έξω, μωρό μου». Κάτι σαν γελοιογραφία του New Yorker (του FAQ της Νέας Υόρκης, αν δεν το ξέρατε). Όμως πιο στραβοχυμένη, πιο κοντά στην καρικατούρα ή την Art Brut. Και με την παραπάνω φράση ως punch line. Δεν ξεκαρδίζεσαι ακριβώς στα γέλια, ε; Μα το χιούμορ είναι κάτι πολύ υποκειμενικό, μην το ξεχνάτε. Ίσως το πιο δύσκολο, λιγότερο οικουμενικό ή αντικειμενικό κομμάτι της ανθρώπινης δραστηριότητας με σωρεία αποχρώσεων, κρυπτικών μηνυμάτων και ιδεολογικών προβλημάτων. Αυτά όλα τα ξέρατε. Όμως αυτή η γελοιογραφία έχει συνδημιουργηθεί από μια οντότητα Τεχνητής Νοημοσύνης. Δηλαδή όχι μόνον έχει «σχεδιαστεί» (προφανώς αντλώντας πηγές ή έμπνευση από ένα database ανθρώπινων σκίτσων και γελοιογραφιών, αλλά η ίδια οντότητα έχει «γράψει» και το αστείο, κάτι πιθανότατα πρωτοφανές μέχρι τώρα…
Οι άλλοι συνδημιουργοί (εκτός της ΑΙ οντότητες) είναι ο Ιλάν Μανουάχ, εικαστικός καλλιτέχνης και δημιουργός «πραγματικών» κόμικς και ο Γιάννης Συγκλίδης, μηχανικός τεχνητής νοημοσύνης. Το πρότζεκτ συνίσταται σε συνδυασμούς εικόνας – λεζάντας που παράγει ένα δίκτυο GAN (Generative Adversarial Network), μοντέλο βασισμένο σε βαθιά μηχανική μάθηση.Το δίκτυο έχει «εκπαιδευτεί» χρησιμοποιώντας μια βάση δεδομένων με λεζάντες και γελοιογραφίες που βρίσκονται στο διαδίκτυο και στη συνέχεια «μαθαίνει» να δημιουργεί καινούργιες γελοιογραφίες στο στιλ του New Yorker.
Είτε πρόκειται για τα περίφημα κόμικ στριπ του Gary Larson, είτε για «τις γελοιογραφίες μιας μικρής τοπικής εφημερίδας από έναν άγνωστο καλλιτέχνη, η γελοιογραφία βρίσκει γόνιμο έδαφος στην παραξενιά, στο παράλογο, στο αυθαίρετο και στο φτηνό τέχνασμα για να μπορέσει να περάσει το μήνυμά της», δηλώνουν οι Μανουάχ and Συγκλίδης μιλώντας στην ιστοσελίδα Hyperallergic.
Ένα γεγονός/έργο που μου κλόνισε και όσες βεβαιότητες διατηρούσα ακόμη, ίσως να το έκανε και σε πολλούς άλλους, ήταν κάτι που παρακολούθησα στο Youtube. Η «Tάξη Rομπότ» είναι μέρος της τελευταίας έκθεσης του καλλιτέχνη Patrick Tresset, Machine Studies [Σπουδές Μηχανών]. Τα ρομπότ του Tresset αποτελούνται από μια κάμερα και ένα βραχίονα ρομπότ που κρατά ένα στυλό, που ελέγχεται από έναν φορητό υπολογιστή κρυμμένο στο “σώμα” κάθε ρομπότ. Όλα αυτά βρίσκονται διοργανωμένα σε μια τάξη με παραδοσιακά σχολικά γραφεία. Ενώ οι ενέργειες των μαθητών ρομπότ είναι συγχρονισμένες, κάθε μία είναι μοναδική στις κινήσεις της. Ο Tresset έχει προγραμματίσει τα ρομπότ να εκφράζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, όπως νευρικότητα ή ντροπή. Μερικά από τα ρομπότ φαίνεται να αναλαμβάνουν τη δουλειά τους με σθένος, ενώ άλλα λειτουργούν πιο αργά και δημιουργούν μια αίσθηση ανησυχίας στον θεατή. Αυτό όμως που μου προξένησε το μεγαλύτερο σοκ είναι ότι κάθε ρομπότ μοιάζει να σχεδιάζει, χρησιμοποιώντας ένα στυλό μπικ, με το προσωπικό του ύφος.
Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) χρησιμοποιείται για τη δημιουργία νέων «deepfake» ποπ τραγουδιών που ακούγονται σαν να ερμηνεύονται από νεκρούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των Elvis Presley, Frank Sinatra, David Bowie και Michael Jackson. Το OpenAI δημιούργησε μια εκτεταμένη βιβλιοθήκη νέων κομματιών, μιμούμενο μια ποικιλία καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένων των Beatles ή των Nirvana, καθώς και νεκρούς ήρωες που σχεδόν φαίνεται να επιστρέφουν στη ζωή. Τα περισσότερα από τα δείγματα έχουν μια παράξενη, απόκοσμη ατμόσφαιρα, σαν να πρόκειται για demo κακής παραγωγής από τη δεκαετία του 1950 που δεν είχε δει το φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα. Μα κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς προϊόν προγραμματισμού, θα μου πείτε. Ασφαλώς. Όμως γιατί δεν χρησιμοποιούμε το ίδιο επιχείρημα για τους εκατοντάδες αποφοίτους της Σχολής Καλών Τεχνών που μιμούνται τον δάσκαλό τους (η ίδια η ακαδημαϊκή εκπαίδευση, με τη διδασκαλία του σχεδίου με βελόνα κλπ δεν είναι ένα είδος προγραμματισμού;) ή τα χιλιάδες ροκ συγκροτήματα που μιμούνται, συχνά ανατριχιαστικά πιστά, το ύφος άλλων πιο διάσημων; Αν η τέχνη είναι (και) φόρμα (ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό;) τότε οι επιλογές του καλλιτεχνικού ύφους εμπεριέχουν τη Μίμηση και τον Προγραμματισμό. Κι αυτό συμβαίνει από την εποχή του Πλάτωνα (και για το οποίο παραπονιόταν επίμονα) μέχρι τις μέρες μας. Αν λοιπόν η τεχνητή νοημοσύνη έχει καταφέρει να καταρρίψει το τελευταίο (;) καταφύγιο της «ανθρωπινότητας», το σχέδιο, τη χειροναξία, τη χειρονομία, το «προσωπικό ύφος», και θα μπορεί ασφαλώς να το κάνει όχι μόνον στη ζωγραφική αλλά και στη συγγραφή λογοτεχνικών έργων, τη σύνθεση μουσικών οργανικών έργων και, τώρα με τις δυνατότητες σύνθεσης ανθρώπινης φωνής, στο τραγούδι, τί μένει ακόμη; Εκτός από όλα τα εκατοντάδες φιλοσοφικά και οντολογικά ζητήματα που πρέπει να επιλύσει η σύγχρονη καλλιτεχνκή δημιουργία, έχει τώρα ένα ακόμη, ίσως ακόμη πιο σημαντικό και, αναμφίβολα, πολύ πιο δύσκολο από τα άλλα: πώς θα αποδείξει την «ανθρωπινότητα» της. Πώς θα αποδείξει ότι δεν έχει δημιουργηθεί από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή/τεχνητής νοημοσύνης;
Το Androids Dream of Electric Sheep? [Άραγε τα Ανδροειδή ονειρεύονται ηλεκτρικά Πρόβατα;](με τίτλο Blade Runner: Do Androids Dream of Electric Sheep? σε μερικές μεταγενέστερες εκδόσεις) είναι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Αμερικανού συγγραφέα Philip K. Dick, το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1968. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε ένα μεταποκαλυπτικό Σαν Φρανσίσκο, όπου η ζωή στον πλανήτη Γη έχει υποβαθμιστεί από έναν παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο, αφήνοντας τα περισσότερα είδη ζώων σε κίνδυνο ή ήδη εξαφανισμένα. Το βιβλίο χρησίμευσε ως η κύρια βάση για την ταινία Blade Runner του 1982, και πολλά στοιχεία και θέματα από αυτό χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια του 2017, Blade Runner 2049. Αυτό που επιθυμεί πάνω απ’ όλα ο πρωταγωνιστής του βιβλίου (όχι όμως αυτός την ταινία) είναι να αποκτήσει ένα συνθετικό κατοικίδιο ζωή, σύμβολο πρεστίζ και κοινωνικής θέσης, ειδικότερα ένα ηλεκτρικό πρόβατο (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου). Ένα από τα κύρια θέματα στα μυθιστορήματα του Philip K. Dick, είναι το ερώτημα: «τί είναι πραγματικό; Τί είναι ψεύτικο; ή αλλιώς “τι κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο”; Ίσως το πιο ενδιαφέρον, φιλοσοφικά, μέρος της ταινίας είναι το τεστ που εφαρμόζεται για να αποδειχτεί αν κάποιος είναι άνθρωπος ή replicant (ανδροειδές cyborg), που ονομάζεται τεστ Voight-Kampff. Προσπαθεί να κινητοποιήσει συναισθήματα που υποτίθεται ότι δεν μπορούν να έχουν τα ανδροειδή και στη συνέχεια παρακολουθεί τις φυσιολογικές αποκρίσεις, όπως η κίνηση της κόρης του ματιού και ο χρόνος αντίδρασης. Αλλά θα μπορούσε μια τέτοια δοκιμή να διακρίνει πραγματικά τους ανθρώπους και τα ανδροειδή; Υπάρχει (στην πραγματικότητα) μια βάση δεδομένων και εικόνων, το Διεθνές Συναισθηματικό Σύστημα εικόνων [International Affective Picture System], που περιλαμβάνει συναισθηματικά ενοχλητικές εικόνες ανθρώπων σε τροχαία ατυχήματα, και άλλες τέτοιες εικόνες και ένα ισοδύναμο σύνολο ουδέτερων εικόνων. Με αυτό τον τρόπο, μπορεί να μετρηθεί εάν κάποιος έχει μια συναισθηματική απόκριση σε μια εικόνα από την ταχύτητα με την οποία το αντιλαμβάνεται και από το μέγεθος ή το μέγεθος των διαφόρων απαντήσεων που λαμβάνετε. Μπορεί έτσι να παρατηρηθεί μια διεύρυνση της κόρης του ματιού ή, αυξημένη εφίδρωση, αυξημένος καρδιακός ρυθμό και ούτω καθεξής. Ακόμα και οι ασθενείς που έχουν κάποια εγκεφαλική βλάβη θα εξακολουθήσουν να δείχνουν μια συναισθηματική ανταπόκριση σε εικόνες ανθρώπων που δεν μπορούν να θυμηθούν, όπως οι σύζυγοί τους.
Το φανταστικό τεστ Voight – Kampff βασίζεται φυσικά στο πραγματικό τεστ Turing. Το τεστ αυτό, που αναπτύχθηκε από τον Alan Turing το 1950, είναι μια δοκιμασία της ικανότητας ενός μηχανήματος να επιδεικνύει ευφυή συμπεριφορά ισοδύναμη ή διακριτή από εκείνη ενός ανθρώπου. Ο Turing πρότεινε ότι ένας ανθρώπινος αξιολογητής θα κρίνει τις συνομιλίες φυσικής γλώσσας μεταξύ ενός ανθρώπου και ενός μηχανήματος που έχει σχεδιαστεί για να δημιουργεί ανθρώπινες απαντήσεις. Ο αξιολογητής θα γνώριζε ότι ένας από τους δύο συνεργάτες στη συνομιλία είναι ένας μηχανισμός και όλοι οι συμμετέχοντες θα ήταν χωρισμένοι μεταξύ τους. Η συνομιλία θα περιοριζόταν σε ένα κανάλι μόνο με κείμενο, όπως πληκτρολόγιο υπολογιστή και οθόνη, οπότε το αποτέλεσμα δεν θα εξαρτιόταν από την ικανότητα του μηχανήματος να αποδώσει τις λέξεις ως ομιλία. Εάν ο αξιολογητής δεν μπορεί να πει αξιόπιστα τη μηχανή από τον άνθρωπο, η μηχανή λέγεται ότι έχει περάσει το τεστ. Τα αποτελέσματα των δοκιμών δεν εξαρτώνται από την ικανότητα του μηχανήματος να δίνει σωστές απαντήσεις σε ερωτήσεις, μόνο πόσο κοντά οι απαντήσεις του μοιάζουν με αυτές που θα έδινε ένας άνθρωπος.
Και για άλλη μια φορά, το επιχείρημα «μα οι μηχανές δεν παίρνουν πρωτοβουλίες, Κάποιοι άνθρωποι τις προγραμματίζουν» μπορεί να απαντηθεί ως εξής: Μα εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καθόλου προγραμματισμένοι; Δεν έχουμε περάσει από τον Προκρούστη της εκπαίδευσης; Δεν έχουμε επηρεαστεί από τους δασκάλους μας; Δεν έχουμε διαβάσει βιβλία, ακούσει μουσική, δει εκθέσεις; Ποιος πιστεύει ακόμη στο μύθο της «αυθεντικής δημιουργίας»; Δεν είμαστε, ακόμη, προγραμματισμένοι να ερωτευόμαστε ή να εκδηλώνουμε πάθος; «Δεν ξέρω, αλλά οι ηλικιωμένες κυρίες έχουν βαρεθεί τις γυναίκες»: άλλη μια ατάκα από ένα αόριστα ντανταϊστικό σχεδιαστικά καρτούν συνδημιουργημένο από μια οντότητα Τεχνητής Νοημοσύνης και τους Μανουάχ/Συγκλίδη. Και ακόμη δυο: «Κύριε Γκόλντσμιθ, τι κάνετε για να βοηθήσετε τους φτωχούς;», «Με συγχωρείτε, αλλά τι κάνετε σε ένα μη εμπορικό πλαίσιο». Ο Πραγματικός Σουρεαλισμός;