Η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται. Η τέχνη από πάντα αποτελούσε μια διέξοδο για την αυτοέκφραση και η ζωγραφική είναι μια μορφή τέχνης που χρησιμοποιούν τα άτομα για να εκφράσουν τις ιδέες και τα συναισθήματά τους. Ο Edvard Munch (1863-1944) υπήρξε σημαντικός Νορβηγός καλλιτέχνης που έζησε μια βασανισμένη ζωή- τα σπουδαιότερα έργα του αντικατοπτρίζουν την αγωνία και τον σπαραγμό του. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να αφηγηθούμε την ιστορία της ζωής του και να διερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι ψυχικές του ασθένειες συνδέονταν με την τέχνη του και πώς η τέχνη του εξελίχθηκε ως αντικατοπτρισμός αυτού.

Ένα ημερολόγιο μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη ένα παράθυρο στην ψυχή ενός ανθρώπου. Τα πιο οικεία συναισθήματα του συγγραφέα – χαρά, ευτυχία, αγωνία και απελπισία – γίνονται εμφανή από τον τόνο της γλώσσας και τις λέξεις που χρησιμοποιούνται. Κάθε συλλαβή είναι μια αντανάκλαση των σκέψεών του. Μήπως όμως διαθέτουμε ένα εξίσου ισχυρό εργαλείο, που μας επιτρέπει να απεικονίσουμε τα συναισθήματά μας μέσα από μια διαφορετική καλλιτεχνική μορφή; Μπορεί μια πινελιά να μεταφέρει το ίδιο συναίσθημα με μια λέξη; Είναι δυνατόν ένας πίνακας ζωγραφικής να παρέχει μια εικόνα πιο ζωντανή από μια γραπτή περιγραφή; Ο Edvard Munch ήταν ένας Νορβηγός καλλιτέχνης που όχι μόνο ζωγράφισε τη ζωή του στον καμβά, αλλά την κατέγραψε και γραπτώς. Επηρεασμένος από τον Hans Jæger και τις μποέμ ιδεολογίες, ο απώτερος στόχος του Munch ήταν να κρατήσει το «ημερολόγιο της ψυχής του» – ένας τρόπος να εξερευνήσει την ψυχολογία και τα συναισθήματά του. Μέσα από τις επιρροές του συμβολισμού του 19ου αιώνα και του γερμανικού εξπρεσιονισμού του 20ού αιώνα, ο Munch δημιουργούσε τέχνη που ήταν οδυνηρή, αμφιλεγόμενη και εξακολουθεί να εκτιμάται ευρέως, ιδίως στη Δυτική Ευρώπη.

Ο Munch γεννήθηκε το 1863 στο Adalsbruk της Νορβηγίας. Η οικογένειά του μετακόμισε στην πρωτεύουσα Χριστιανία, το σημερινό Όσλο, όπου και μεγάλωσε. Ήταν άτομο ευφυές και διακρίθηκε στις σπουδές του. Αρχικά, σπούδασε μηχανικός όπου διδάχθηκε προοπτική και κλιμακωτό σχέδιο. Ωστόσο, μετά από ένα χρόνο εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ακολουθήσει την επιθυμία του να γίνει ζωγράφος. Ο ίδιος ο Minch υπήρξε ασθενικός στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ενώ στην τρυφερή ηλικία των 15 ετών, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τον θάνατο της μητέρας του και της αγαπημένης του αδελφής, που αμφότερες έπασχαν από φυματίωση. Η μικρότερη αδελφή του διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και εισήχθη αρκετές φορές σε ψυχιατρική κλινική. Αργότερα, ο αδελφός του πέθανε από πνευμονία και ο παππούς του από φυματίωση της σπονδυλικής στήλης. Αυτές οι αναμετρήσεις με την ασθένεια και τον θάνατο τον εξέθεσαν στον φόβο ότι η ασθένεια ήταν αναπόφευκτη και για τον ίδιο. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1889 έγραψε: «Ο πατέρας μου ήταν ιδιοσυγκρατικά νευρικός και εμμονικά θρησκευόμενος – σε σημείο ψυχονευρώσεως. Από αυτόν κληρονόμησα αυτόν τον σπόρο της τρέλας. Οι άγγελοι του φόβου, της θλίψης και του θανάτου στάθηκαν στο πλευρό μου από την ημέρα που γεννήθηκα».  

Πολλά από τα πρώιμα έργα του Munch περιλαμβάνουν απαισιόδοξα θέματα. Ο θάνατος, το άγχος και η κατάθλιψη εκτίθενται έντονα μέσα από τη χρήση των χρωμάτων και των χαρακτήρων του. 

Προφανώς, η ψυχική κατάσταση ενός ατόμου επηρεάζει τη συμπεριφορά του. Όταν ένα άτομο είναι ψυχικά άρρωστο, οι ψυχίατροι πρέπει να κάνουν μια διάγνωση με βάση αυτή τη συμπεριφορά και να το θεραπεύσουν. Ο Derek Russell Davis εξηγεί ότι οι μορφές τέχνης μελετώνται από συγγραφείς και κριτικούς, οι οποίοι στη συνέχεια ερμηνεύουν το μήνυμα του καλλιτέχνη. Ο Davis τονίζει την ομοιότητα που έχει αυτό με τον τρόπο με τον οποίο οι ψυχοθεραπευτές κάνουν διαγνωστικές ερμηνείες σχετικά με τις ασθένειες των πελατών τους. Αυτό υποδηλώνει ότι ζωγράφοι όπως ο Munch θα μπορούσαν να απεικονίζουν ένα βαθύτερο νόημα μέσα από το έργο τους που να αντανακλά την ψυχική τους κατάσταση. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της ζωής του και μετά τον θάνατό του, ο Munch διαγνώστηκε με κατάθλιψη, άγχος και διπολική διαταραχή, μεταξύ άλλων. Οι τρόποι με τους οποίους ενορχηστρώνονται οι φιγούρες, απεικονίζονται οι εκφράσεις και αποδίδονται τα χρώματα παρουσιάζουν ενδείξεις για τον πόνο του Edvard. Αυτό προσομοιάζει με τον τρόπο με τον οποίο οι λεκτικές και συμπεριφορικές εκφράσεις είναι σε θέση να παρουσιάσουν συμπτώματα ασθένειας σε έναν γιατρό.

Edvard Munch: Το άρρωστο παιδί

Το άρρωστο παιδί

Το «άρρωστο παιδί» αποτελεί ένα θλιβερό καρέ από τη ζωή του Edvard, στο οποίο απεικονίζει τη στιγμή πριν πεθάνει η αδελφή του από φυματίωση το 1877. Η καταστροφική ψυχολογική επίδραση της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου αποκαλύπτεται έντονα στην εμμονή του Munch με αυτόν τον πίνακα: ζωγραφισμένος πρώτη φορά το 1885, συχνά επανερχόταν σε αυτή την εικόνα, ζωγραφίζοντάς ξανά και ξανά, μέχρι το 1926. Η εμμονή του με τη σκηνή δείχνει το βαθύ αντίκτυπο που είχε αυτό το γεγονός στην ψυχολογική του κατάσταση και πώς συνέχισε να τον επηρεάζει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Munch περιέγραψε τον πίνακα «επαναστατικό», γράφοντας: «Αυτός ο πίνακας αποτέλεσε την έμπνευση για την πλειονότητα των μεταγενέστερων έργων μου». Ίσως η επαναστατικότητά του βρισκόταν στην ικανότητά του να εκφράσει το συναίσθημά του για τον θάνατο της αδελφής του σε έναν καμβά. Περιγράφει αυτή τη στιγμή της ζωής του: «Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο θάνατος ήταν τόσο αναπόφευκτος, τόσο κοντά και ότι θα πέθαινε πραγματικά». Αν και τα λόγια του αποτυπώνουν τον πόνο και την οπτική του για τον θάνατο, δεν επικοινωνούν πλήρως τα συναισθήματά του. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο Munch μπορούσε να ζωγραφίσει αυτό που δεν μπορούσε να περιγράψει επαρκώς με λέξεις.

Το άρρωστο παιδί είναι σαν μια σελίδα από ένα ημερολόγιο, γεμάτη συγκίνηση και συναίσθημα. Σε κάθε εκδοχή που ζωγράφισε ο Munch απεικονίζεται η ίδια σκηνή: ένα χλωμό, άρρωστο παιδί με τον φροντιστή του, με τη γυναίκα να είναι τόσο καταβεβλημένη από τη θλίψη που δεν μπορεί καν να κοιτάξει το κορίτσι. Τα σκούρα χρώματα αντικατοπτρίζουν τη ζοφερή διάθεση και ίσως ακόμη και να δίνουν μια ένδειξη για την εντεινόμενη κατάθλιψη του Munch. Καθώς η επαναστατικότητά του ήρθε με έναν τόσο προσωπικό πίνακα, δείχνει τη βαθιά επίδραση που είχε η ψυχολογική του κατάσταση, στην προκειμένη περίπτωση η κατάθλιψη, στην τέχνη του.

Edvard Munch: Η Κραυγή

Η κραυγή

Ο Munch διαπίστωσε ότι η ζωή είχε γίνει δυσβάσταχτη στη Νορβηγία, καθώς εκεί η τέχνη του έτυχε ελάχιστης εκτίμησης. Υπέφερε οικονομικά αλλά και ένιωθε προσβεβλημένος επειδή το έργο του δεν λάμβανε την αναγνώριση που ένιωθε ότι άξιζε. Αυτό τον οδήγησε να μετακομίσει στη Γερμανία το 1892, όπου ένιωθε περισσότερο αποδεκτός. Οι πίνακες του Munch φαίνεται να αντικατοπτρίζουν τη δίωξη που ένιωθε- η τέχνη του απομακρύνθηκε από το θέμα του θανάτου και φάνηκε να μετατοπίζεται προς τα αυξανόμενα συναισθήματα άγχους του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και μέσω του διάσημου πίνακα του «Η κραυγή» αυτό το άγχος είναι περισσότερο εμφανές.

Η κραυγή, Εντβαρντ Μουνκ (12/12/1863)
Το ποίημα που φανερώνει τις σκέψεις του για τον πίνακα:

«Περπατούσα κατά μήκος του δρόμου με δυο φίλους
Ο Ήλιος έδυε
Ο Ουρανός γύρισε σ’ ένα αιματηρό κόκκινο
Και ένιωσα μια πνοή
Μελαγχολία
Κάθισα Ακόμα θανατηφόρα κουρασμένος από το μπλε-μαύρο
Τα φιορδ και η πόλη κρέμαγαν Αίμα και Γλώσσες Φωτιάς
Οι φίλοι μου συνέχισαν – έμεινα πίσω -έτρεμα με Ανησυχία – Ένιωσα τη μεγάλη Κραυγή στη Φύση».

Η Κραυγή είναι μια ευρέως αναγνωρισμένη εικόνα, που χρησιμοποιείται συχνά στη λαϊκή κουλτούρα ως σύμβολο φόβου και άγχους. Με την πρώτη ματιά, θεώρησα ότι συμβόλιζε την κατάθλιψη. Μπορούσα να τη συσχετίσω με στιγμές της ζωής μου που είχα νιώσει απελπισία και έλλειψη επιλογών. Για μένα, η γέφυρα αντιπροσωπεύει το τέλος του δρόμου, χωρίς να υπάρχει πουθενά να στραφώ. Οι φιγούρες στο βάθος αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους στη ζωή μου, εκείνη τη στιγμή απλώς σκιές γύρω μου. Η κεντρική φιγούρα είναι σχεδόν εξωγήινη. Μια μοναδική μορφή, που δεν φαίνεται να είναι ούτε αρσενική ούτε θηλυκή. Η κραυγή μοιάζει να καταλαμβάνει τον πίνακα, παραμορφώνοντας τη μορφή, τον ουρανό και το νερό.

Οι λόγοι ωστόσο που οδήγησαν τον Munch να ζωγραφίσει αυτόν τον εμβληματικό πίνακα ήταν πολύ διαφορετικοί. Απεικόνιζε μια εμπειρία που είχε βιώσει ενώ παρακολουθούσε ένα ηλιοβασίλεμα σε έναν περίπατο. «Ένιωθε σαν να ουρλιάζει ολόκληρη η φύση». Ο Munch έπαθε μεγάλη εμμονή με αυτό που είχε δει, νιώθοντας πολύ άγχος να τον διακατέχει μέχρι τη στιγμή που το ζωγράφισε. Η ίδια η σκηνή δεν ήταν μια σκηνή πόνου, ασθένειας ή δυστυχίας, αλλά αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο την απεικόνισε ο Munch. Ο ίδιος εξηγεί ότι είχε ζωγραφίσει «όχι απλώς μια σκηνή, όπως θα φαινόταν στον έξω κόσμο, αλλά μια φανταστική εικόνα η οποία εμφανιζόταν πάντα με εκτυφλωτικά χρώματα κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του». Αυτή η εικόνα δεν ήταν αυτό που θα έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι- η ζωγραφική του ήταν μια αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο η ψυχολογική του κατάσταση τον έκανε να βλέπει τον κόσμο γύρω του. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία του γεγονότος ότι κάθε άτομο ή ασθενής δεν βλέπει την ασθένεια, τη θεραπεία ή την κατάστασή του με τον ίδιο τρόπο.

Με την πάροδο του χρόνου, η ψυχική υγεία του Edvard επιδεινώθηκε. Το 1908, εισήχθη στο σανατόριο Kornhaug, όπου τον περιέθαλψε ο Δόκτορ Jacobson. Ο Munch γνώριζε ότι είχε πολλά ψυχολογικά τραύματα- ωστόσο, αρνιόταν να υποβληθεί σε θεραπεία για πολλά χρόνια: «Είναι μέρος του εαυτού μου και της τέχνης μου. Είναι αναπόσπαστα από μένα και θα κατέστρεφαν την τέχνη μου. Θέλω να κρατήσω αυτά τα βάσανα», συνήθιζε να λέει ο ίδιος. Ο Munch αναγνώριζε ότι η σχέση της ψυχολογικής του κατάστασης και των έργων του ήταν σημαντική και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να χάσει το ταλέντο και την έμπνευσή του.

Edvard Munch: Ο Ήλιος

Ο ήλιος

Όταν ο Μουνκ έφυγε από το σανατόριο Kornhaug, η τέχνη του φαίνεται να είχε εξελιχθεί. Η απαισιόδοξη θεματολογία εξακολουθούσε να είναι παρούσα, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Εντός του έτους, δημιούργησε έναν μεγάλο πίνακα με τίτλο «Ο ήλιος». Τα χρώματα που χρησιμοποίησε ήταν φωτεινά και οι ακτίνες του ήλιου φαίνεται να απλώνονται σε κάθε γωνία του πίνακα. Αποπνέει δύναμη, ισχύ και αισιοδοξία. Αυτός ο πίνακας φαίνεται εντελώς διαφορετικός από τα προηγούμενα έργα του. Οι πίνακες του Edvard ήταν πλέον πιο φωτεινοί και πιο θετικοί από ποτέ. Ακριβώς όπως σε ένα ημερολόγιο, ο τρόπος που εκφραζόταν στους πίνακές του, άλλαζε ανάλογα με την ψυχική του κατάσταση.

Οι πίνακες ως οπτικά ημερολόγια

Τα έργα του Edvard Munch παρέχουν έναν φακό μέσα από τον οποίο μπορούμε να δούμε τον κόσμο ενός ανθρώπου που υποφέρει. Οι πίνακες μπορούν να είναι οπτικά ημερολόγια, ικανά να αντανακλούν την έκταση του ψυχολογικού ή ακόμη και του σωματικού πόνου ενός ατόμου. Αν οι πίνακες του Munch ήταν δεμένοι σε ένα βιβλίο, θα απεικόνιζαν τα συναισθήματά του με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ ένα ημερολόγιο:

«Οι εικόνες μου είναι τα ημερολόγιά μου».

– Edvard Munch.