Δεν είναι κάθε μέρα που οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο παράλληλες εκθέσεις των έργων του Jean-Michel Basquiat. Η έκθεση «King Pleasure», μια καθηλωτική εμπειρία που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα David Adjaye και επιμελήθηκαν οι αδελφές του καλλιτέχνη, Lisane Basquiat και Jeanine Heriveaux, περιλαμβάνει μια αναπαράσταση του παιδικού υπνοδωματίου και του στούντιο του Jean-Michel. Παράλληλα, η έκθεση «Art and Objecthood», που επιμελήθηκε ο ιστορικός τέχνης Dieter Buchhart στο Nahmad Contemporary, συγκεντρώνει έναν εξαιρετικό θησαυρό από πίνακες που ο Basquiat φιλοτέχνησε σε πόρτες, παράθυρα και σε ένα ψυγείο.
Αν και το «King Pleasure» περιλαμβάνει επίσης μια σειρά από έργα που δεν είχαν δει ποτέ το φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα, η έμφαση δίνεται προφανώς στη ζωή του καλλιτέχνη, γι’ αυτό και εδώ επικεντρωνόμαστε στην έκθεση Nahmad, της οποίας η λιτή της παρουσίαση, δίνει τη δυνατότητα στον θεατή να ασχοληθεί περισσότερο με το ίδιο του το έργο. Θα πρέπει όμως να έχουμε κατά νου κάποια βασικά βιογραφικά του στοιχεία.
Γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1960, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από πατέρα από την Αϊτή και μητέρα από την Μπορίκουα και ήταν σπουδαίος εκφραστής του κινήματος του Εξπρεσιονισμού και του Πριμιτιβισμού. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε να σχεδιάζει με σπρέι, γκράφιτι στο μετρό της Νέας Υόρκης, υπογράφοντας ως SAMO. Εγκατέλειψε το σχολείο και ζούσε πουλώντας μπλουζάκια και καρτ ποστάλ, ζωγραφισμένα χειροποίητα από τον ίδιο και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, άρχισε να εκθέτει έργα του σε ομαδικές εκθέσεις, στη Νέα Υόρκη και στην Ευρώπη. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας έκανε εκθέσεις σε διεθνή μουσεία και γκαλερί σε όλο τον κόσμο, ενώ έγινε διάσημος για το δικό του, προσωπικό είδος νεοεξπρεσιονισμού που αποτύπωνε στα έργα του.
Εκτός από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε και με την ποίηση και το σχέδιο και περνούσε τα προσωπικά του μηνύματα μέσα από αυτά που ζωγράφιζε. Το 1982 συμμετείχε στην έκθεση – παράσταση «Μεταπρωτοπορία: Ιταλία – Αμερική», μαζί με άλλους νεοεξπρεσιονιστές καλλιτέχνες. Την επόμενη χρονιά, μέσα από δικές του εκθέσεις που πραγματοποιούσε, ήρθε σε επαφή με τον Andy Warhol και τους έδεσε μια δυνατή φιλία. Το 1985, η φωτογραφία του έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό «New York Times», για το άρθρο «Νέα Τέχνη, Νέο Χρήμα: Το Μάρκετινγκ ενός Αμερικανού Καλλιτέχνη».
Νέος και φιλόδοξος, ο Basquiat, αμέσως μετά την εφηβεία του, εκτοξεύτηκε στη κορυφή του καλλιτεχνικού κόσμου της Νέας Υόρκης, κάνοντας εκθέσεις με μερικούς από τους πιο σημαντικούς γκαλερίστες της χώρας. Καθώς γύρναγε στα νυχτερινά μαγαζιά με τον Andy Warhol, λίγο πριν πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, σε ηλικία 27 ετών, το 1988, παρήγαγε μια ασύλληπτη ποσότητα έργων τέχνης. Το 2017, ένας από τους πίνακές του πωλήθηκε για περισσότερα από 110 εκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας την υψηλότερη τιμή που έχει καταβληθεί ποτέ σε δημοπρασία για έργο Αμερικανού καλλιτέχνη. Όταν ανήλθε στο καλλιτεχνικό στερέωμα, όντας από τους λίγους έγχρωμους καλλιτέχνες στους κύκλους της εποχής, τα ζητήματα της φυλής και της τάξης, είναι ευδιάκριτα στι έργο του.
Υλικά
Όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες, ο Basquiat ζωγράφιζε από παιδί, ενώ ως γνωστόν, καθώς ανάρρωνε από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα αντέγραφε ανατομικά σχέδια από το «Gray’s Anatomy». Όμως η είσοδός του στον κόσμο της τέχνης έγινε μέσω του tag γκράφιτι SAMO, το οποίο ο ίδιος και ο φίλος του από το λύκειο ο Al Diaz έγραφαν γύρω από το SoHo και τη Σχολή Εικαστικών Τεχνών. Πριν συνεχίσει στον καμβά, ο Basquiat χρησιμοποιούσε υλικά που έβρισκε στο δρόμο, όπως πεταμένα χαρτόνια και χαρτιά ή υπολείμματα κατασκευών και σπασμένα αντικείμενα που έβρισκε στους κάδους σκουπιδιών. Εν μέρει αυτό δημιουργήθηκε από ανάγκη καθώς ένας καμβάς κόστιζε αρκετά χρήματα, ενώ τα σπασμένα παράθυρα ήταν εκεί για να τα πάρεις στο κέντρο του Μανχάταν τη δεκαετία του 1970.
Αλλά η χρήση των αντικειμένων που έβρισκε ο Basquiat ήταν επίσης, όπως κάνουν σαφές τα ζωγραφισμένα παράθυρα, οι πόρτες και το ψυγείο στο «Art and Objecthood», μια τολμηρή καλλιτεχνική στρατηγική που αντανακλούσε ακόμη και στις πιο συμβατικές του προσπάθειες. Σε αντίθεση με τα ready-mades, τα κατασκευασμένα έργα που ο Marcel Duchamp εξέθετε ως τέχνη στις αρχές του 20ού αιώνα, τα αντικείμενα που έβρισκε ο Basquiat δεν αποτελούν ακριβώς γλυπτά. Είναι επιφάνειες πάνω στις οποίες ζωγράφιζε. Αλλά επειδή είναι, επίσης, αναγνωρίσιμα αντικείμενα από μόνα τους, εμπεριέχουν ένα είδος αμφισημίας. Δεν μπορείς για παράδειγμα να δεις το «Untitled (ψυγείο)» του 1981 μόνο ως συσκευή ή μόνο ως επιφάνεια ζωγραφικής – όσο περισσότερο το κοιτάς, τόσο περισσότερο φαίνεται να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες. Και αφού εντοπίσεις αυτού του είδους την ασάφεια, αρχίζεις να τη βλέπεις παντού στην συγκεκριμένη έκθεση.
Εικονογράφηση
Ο Basquiat αν και δεν έκανε πολύ καιρό γκράφιτι, χρησιμοποίησε τις τεχνικές αυτές καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Οι λιτές γραμμές του graffiti με τα εύκολα αναγνωρίσιμα σύμβολα μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματικές τόσο σε έναν τοίχο μιας γκαλερί, όσο και στην όψη ενός κτιρίου, και ένα από τα αγαπημένα του σύμβολα – μια απλή, γραμμική κορώνα – εμφανίζεται στο πρώτο έργο του «Art and Objecthood», πάνω σε μια λευκή ξύλινη πόρτα ντουλαπιού με τίτλο «Minor Success» (1980). Κάτω από αυτήν βρίσκονται ένα πρόσωπο χωρίς χαρακτηριστικά και το σκίτσο ενός σπορ αυτοκινήτου.
«Αν ρωτήσετε 10 ανθρώπους» για την κορώνα, λέει ο Buchhart, ο επιμελητής της έκθεσης, «θα σας πουν 10 διαφορετικές έννοιες». Συνεχίζει αναφέροντας τη συχνά αναφερόμενη παρατήρηση του Basquiat ότι τα καλλιτεχνικά του θέματα – μουσικοί, αθλητές, καλλιτέχνες – ήταν «η βασιλική εξουσία, ο ηρωισμός και οι δρόμοι», καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η κορώνα χρησιμεύει για να τονίσει εικόνες ή έργα ιδιαίτερα ξεχωριστά για τον καλλιτέχνη.
Ουσιαστικά, το κοινό αναγνωρίζει ως σύμβολο εξουσίας τόσο τον ίδιο τον καλλιτέχνη όσο και τις μορφές που απεικονίζει. Πολλές φορές τα πρόσωπα τα σώματα του Basquiat γίνονται αντιληπτά, – τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό – ως αυτοπορτρέτα. Όμως τελικά το έργο είναι πιο περίπλοκο απ’ αυτό, ειδικά από έναν μαύρο καλλιτέχνη που έχει βάλει σκοπό να κάνει τον εαυτό του σταρ. Πρέπει να τεθεί το εξής ερώτημα: ποιο είναι το κοινωνικό συγκείμενο που τον οδήγησε να δημιουργήσει στο έργο του τόσο στοχευμένες δηλώσεις αξιοπρέπειας; Είναι αυτό το συγκείμενο ο αγώνας του μαύρου προσώπου να αναγνωριστεί ως άτομο με δικαιώματα; Ή είναι τελικά ένα πάθος που διεκδικεί την αναγνώριση μέσα από την κατοχή υλικού πλούτου, όπως το χλυδάτο αμάξι;
Γραφή/Σχέδιο
Μια άλλη πτυχή του γκράφιτι που κράτησε ο Basquiat ήταν η χρήση της γραφής με οπτικό τρόπο, δηλαδή η οπτικοποιημένη γραφή. Σε πολλά κολάζ του αλλά και σε έργα σε χαρτί, ένας κατακλυσμός λέξεων με κεφαλαία γράμματα γεμίζουν κάθε διαθέσιμη τετραγωνική ίντσα. Αλλά δεν μπορείς να διαβάσεις τις λέξεις από την αρχή μέχρι το τέλος με έναν γραμμικό τρόπο. Αυτό που παίρνεις αντ’ αυτού είναι ένα σύννεφο διάσπαρτων συνειρμών που περισσότερο μοιάζει με εικόνα, παρά με λέξεις, προτάσεις ή ακόμη και ποίηση.
Αυτή η ποιότητα ενισχύεται από τον τρόπο με τον οποίο ο Basquiat αναμειγνύει το σχέδιο και τη γραφή. Αν ξανακοιτάξετε το «Multiflavors», θα διαπιστώσετε ότι έχει μια κιτρινωπή κορώνα στη μέση και ένα σύννεφο από κόκκινους και κίτρινους κύκλους στη μία πλευρά, και ότι οι λευκές, κίτρινες και ροζ λέξεις, τοποθετημένες πάνω τετράγωνα σχήματα μαύρου και μπλε, σχηματίζει μια εντυπωσιακή σύνθεση. Αν επιχειρήσετε να τα διαβάσετε, θα συνειδητοποιήσετε ότι αφορούν διαφημίσεις ή πινακίδες εστιατορίων, φράσεις όπως «φθηνό φαγητό» και «κοτόπουλο με διάφορες γεύσεις». Δεν μπορείς διακρίνεις αν πρόκειται για σάτιρα ή ποίηση, θυμό, σαρκασμό ή αστείο. Αλλά θα μπορούσε να είναι όλα αυτά τα πράγματα μαζί.
Γραμμή
Το πιο εντυπωσιακό έργο στο «Art and Objecthood» ίσως είναι ένας πίνακας χωρίς τίτλο του 1982 – τη χρονιά που ο ίδιος ο καλλιτέχνης ισχυρίστηκε ότι «έκανε τους καλύτερους του πίνακες». Ο πίνακας από ακρυλικό και σμάλτο πάνω ένα κάλυμμα συσκευασίας τοποθετημένο πάνω σε έναν στρετσαρισμένο καμβά, απεικονίζει ένα μαύρο πρόσωπο με λευκά χαρακτηριστικά και ένα κατακόκκινο κρανίο στο χρώμα του αίματος, σημαδεμένο με μικρές μαύρες βούλες, σαν σπόρους καρπουζιού.
Είναι ένα καυστικό πορτρέτο για το ψυχολογικό κόστος του ρατσισμού: Ακόμα και όταν οι ύβρεις και οι προσβολές τον αφήνουν αιμόφυρτο και εκτεθειμένο, η φιγούρα φοράει μια «λευκή» έκφραση για να τα βγάλει πέρα. Αποτελεί επίσης άλλη μια επιβλητική σύνθεση, που ισορροπεί μια φιγούρα με πυκνές γραμμές από τη μια πλευρά και τον κενό χώρο από την άλλη, υπογραμμίζοντας και τα δύο για δώσει έμφαση. Και είναι ίσως η καλύτερη περίπτωση του πιο χαρακτηριστικού γνωρίσματος του έργου του Basquiat – η γραμμή του.
Η γραμμή που περιγράφει αυτό το κρανίο τρέμει όπως ένας γυμνός σε μια χιονοθύελλα. Κάνει ένα σπάσιμο στο σαγόνι, ανομοιόμορφα φρύδια, ένα εξόγκωμα στο πάνω μέρος του κρανίου. Δεν αφήνει τίποτα ασαφές- το σχέδιο διαβάζεται τόσο εύκολα όσο ένα γεωμετρικό διάγραμμα. Αλλά αυτή η τρικυμία του περιγράμματός του, μεταδίδει επιπλέον πληροφορίες. Προσδίδει στη φιγούρα ένα ιδιαίτερο είδος έντασης, κάνοντας τα μάτια να αλληθωρίζουν και τα δόντια να τρίζουν, προσδίδοντας μια παρόμοια ένταση με το σύνολό της τέχνης του Basquiat, παραπέμποντας στην ένταση και την ενέργεια που πρέπει να έχει ξοδευτεί για τη δημιουργία του. Ταυτόχρονα, μας δίνει μια αίσθηση, πιο ζωντανή από οποιαδήποτε βιογραφία, της προσωπικότητας του ανθρώπου που το ζωγράφισε – μανιακή και μελαγχολική, ηλεκτρική, πυρακτωμένη.