Η Hannah Höch ήταν μια Γερμανίδα καλλιτέχνις του Dada, γνωστή για τα πολιτικά της φωτομοντάζ. Φτιαγμένα από αποκόμματα εφημερίδων και αντικείμενα που έβρισκε στην καθημερινότητά της, στο μεγαλύτερο κομμάτι του έργου της ασχολήθηκε συχνά με το ιδεώδες της «Νέας Γυναίκας» των αρχών του 20ού αιώνα -μια γυναίκα που αμφισβητούσε τον παραδοσιακό οικιακό ρόλο της γυναίκας.
Γεννημένη την 1η Νοεμβρίου 1889 στη Γκότα της Γερμανίας, σπούδασε στο Κολέγιο Τεχνών και Χειροτεχνίας του Βερολίνου, μια εκπαίδευση που δεν ήταν διαθέσιμη σε πολλές ευρωπαϊκές γυναίκες εκείνη την εποχή. Το 1915, η Höch συνδέθηκε σε μια ρομαντική σχέση με τον σπουδαίο καλλιτέχνη Raoul Haussman, ο οποίος τη σύστησε στον ντανταϊσμό -το καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε στη Ζυρίχη ως απάντηση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1926, χώρισε από τον Haussman και μετακόμισε στις Κάτω Χώρες, όπου εργάστηκε δίπλα σε αρκετούς σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Piet Mondrian και ο Kurt Schwitters. Αργότερα στην καριέρα της, η καλλιτέχνις έζησε στο Βερολίνο και αναγκάστηκε να σταματήσει να παρουσιάζει τα έργα της στο κοινό, αφού η τέχνη της θεωρήθηκε εκφυλιστική από το ναζιστικό καθεστώς.
Το ονομά της συνδέεται περισσότερο με το φωτομοντάζ που φέρει τον τίτλο “Cut with the Kitchen Knife through a Beer-Belly of the Weimar Republic” (1919-1920), το οποίο ασκούσε κριτική στον ανδροκρατούμενο πολιτικό μηχανισμό, ένα σύστημα που η καλλιτέχνης πίστευε ότι είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και πρόκειται για ένα από τα πρώτα έργα της Höch, αυτό το φιλόδοξο κολάζ είναι ασυνήθιστο για τον κανόνα της, καθώς είναι ιδιαίτερα μεγάλο: έχει διαστάσεις 89×144 εκατοστά. Εδώ χρησιμοποιεί αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά για να δημιουργήσει μια συνεκτική εικόνα από μια μυριάδα διαφορετικών τμημάτων. Αυτή η τεχνική της άντλησης λέξεων και εικόνων από τον καθιερωμένο τύπο για να κάνει νέες και ανατρεπτικές δηλώσεις ήταν εξαιρετικά καινοτόμο για την εποχή της.
Dada Puppen (Dada Dolls), 1916
Ένα από τα πιο διάσημα έργα της ντανταϊστικής περιόδου της, το “Dada Puppen” οι σκοτεινά παιχνιδιάρικες Dada κούκλες της Höch διαφέρουν αρκετά από κάθε έργο που δημιούργησαν οι Ντανταϊστές του Βερολίνου με τους οποίους συνδέθηκε από νωρίς. Δεδομένου ότι το τμήμα των Ντανταϊστών του Βερολίνου σχηματίστηκε μόλις το 1917, αυτά τα μικρής κλίμακας “γλυπτά” υποδηλώνουν ότι είχε επίγνωση των ιδεών του Νταντά γενικότερα από την ίδρυσή του το 1916 στη Ζυρίχη. Πιθανόν να επηρεάστηκε από τον συγγραφέα Hugo Ball, τον ιδρυτή του Dada, δεδομένης της ομοιότητας των κουκλών της Höch με τη γεωμετρική εικόνα του κοστουμιού που φορούσε σε μια παράσταση στο κέντρο Cabaret Voltaire.
Ο Ball απέκτησε φήμη για την διακύρηξη της ηχητικής ποίησης του Dada, την οποία απήγγειλε φορώντας μια στολή που έμοιαζε μηχανική και αποτελούνταν από γεωμετρικά σχήματα. Το κοστούμι αυτό μπορεί να διαβαστεί ως σχόλιο για τα αντιφατικά συναισθήματα που έτρεφε απέναντι στην αναπτυσσόμενη τεχνολογία. Η τεχνολογία ήταν τόσο σεβαστή όσο και απειλητική εκείνη την εποχή, καθώς βοηθούσε την κοινωνική και οικονομική πρόοδο αλλά ταυτόχρονα απειλούσε την ανθρωπότητα με την καταστροφική της δύναμη. Μια κοινή πεποίθηση μεταξύ των Ντανταϊστών ήταν ότι η τεχνολογία προκαλούσε τον άνθρωπο να γίνει πιο μηχανικός. Μια πρόθεση του κινήματος Νταντά ήταν να χρησιμοποιήσει την τέχνη ως σατιρική κριτική τέτοιων στοιχείων του πολιτισμού που ήταν τόσο εκφοβιστικά όσο και παράλογα.
Heads of State, 1918-20
Στο έργο “Heads of State” όλα είναι χτισμένα γύρω από μια φωτογραφία του Γερμανού προέδρου Friedrich Ebert και του υπουργού Άμυνας του, Gustav Noske, και οι δύο προσεκτικά κομμένοι από μια φωτογραφία εφημερίδας. Αφού έκοψε προσεκτικά τους άνδρες, η Höch προχώρησε στη δημιουργία μιας σύνθεσης με αποσπασματικά χαρακτηριστικά και απροσδόκητα αποτελέσματα. Οι δύο πολιτικοί φαίνονται αποφασιστικά γελοίοι εκτός του πολιτικού τους πλαισίου με τα μαγιό τους και η Höch τους τοποθετεί στο φόντο ενός κεντήματος με λουλούδια και πεταλούδες που περιβάλλουν μια ζωγραφισμένη γυναικεία μορφή. Σε αυτό το σημείο της ζωής της εξακολουθεί να εργάζεται για περιοδικά σχεδιάζοντας παρόμοια μοτίβα, και αυτό το έργο αποτελεί απόδειξη της ικανότητάς της να συγκλίνει τις διαφορετικές εμπειρίες της για τη δημιουργία νέων και εντυπωσιακών εικόνων.
Το αποτέλεσμα είναι σκόπιμα κωμικό, αλλά στέλνει επίσης ένα ισχυρό μήνυμα. Ο πρόεδρος και ο υπουργός του, οι οποίοι είχαν πρόσφατα και ανελέητα καταστείλει την Εξέγερση των Σπαρτακιστών, παρουσιάζονται να γελάνε πανηγυρικά σε μια ιδιόρρυθμη φανταστική χώρα, σαν να μην έχουν επίγνωση των έντονων δυσκολιών και των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν η Γερμανία και οι πολίτες της εκείνη την περίοδο.
Cut With the Kitchen Knife Through the Last Weimar Beer-Belly Cultural Epoch in Germany, 1919-20
Το έργο παρουσιάστηκε στην Πρώτη Διεθνή Έκθεση Νταντά, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο το 1920, και σύμφωνα με πληροφορίες ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή έργα της έκθεσης. Στην πάνω δεξιά γωνία η Höch έχει επικολλήσει μαζί εικόνες «αντι-Dada»: μορφές της κυβέρνησης της Βαϊμάρης και εκπρόσωποι της παλιάς αυτοκρατορίας. Σε άλλα σημεία του κολάζ, οι υποστηρικτές του Νταντά, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών του Raoul Hausmann, βρίσκονται σε αντιπαράθεση με αυτές τις πολιτικές ή καθεστωτικές φιγούρες.
Το αποτέλεσμα αρχικά μπορεί να γεννά μια οπτική σύγχυση, αλλά με τη συνεχή προσοχή αρχίζει να αναπτύσσεται ένα απρόσμενο είδος αφήγησης. Μια φιγούρα μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο με την προσθήκη ενός αποσπάσματος εφημερίδας που έχει αποκοπεί, όπως το εμβληματικό μουστάκι του Κάιζερ το οποίο αντικαθίσταται από ένα ζευγάρι ανάποδων παλαιστών. Το έργο αυτό κλείνει μέσα του όλον τον εκλεκτικισμό και τις εκκεντρικότητες του ντανταϊσμού, αλλά κάνει επίσης μια αιχμηρή πολιτική δήλωση ενάντια στο σταθερό κατεστημένο -είναι ένας προσεκτικά σχεδιασμένος φόρος τιμής στην αναρχική αντιπολίτευση.
High Finance, 1923
Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό παράδειγμα της καινοτόμου κολάζ τεχνικής της. Στον θεατή παρουσιάζονται δύο φιγούρες τραπεζιτών, η καθεμία με δυσανάλογα μεγάλο και αταίριαστο κεφάλι, η μία εκ των οποίων είναι μια φωτογραφία του Βρετανού χημικού και αστρονόμου Sir John Herschel του 19ου αιώνα. Το αποτέλεσμα θα ήταν κωμικό, αν δεν υπήρχε η έξυπνη διάταξη των άλλων οπτικών στοιχείων από την Höch. Το ένα κεφάλι του τραπεζίτη είναι καθαρά κομμένο στη μέση, και πίσω του βρίσκονται δύο κυνηγετικά όπλα, τα οποία μοιάζουν σαν να στοχεύουν ταυτόχρονα από τον τραπεζίτη και προς αυτόν.
Προσφέρει μια σατιρική άποψη του βιομηχανοκρατισμού και της οικονομικής εξουσίας στη Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επισημαίνοντας την κρυφή σχέση μεταξύ των στρατιωτικών και των τραπεζιτών που τα χρηματοδοτούν. Ωστόσο, το θέμα είναι πολύπλοκο, και αυτό φαίνεται σε όλες τις εικόνες της. Οι δύο άνδρες φέρουν απειλητικά μηχανικά εργαλεία, αλλά το χέρι του άνδρα στα αριστερά φαίνεται να έχει καταληφθεί από το έμβολο, ενώ το πρόσωπό του (κομμένο από μια κοκκώδη εφημερίδα) καλύπτεται από τη σκανδάλη της αιχμηρής απεικόνισης ενός όπλου.
Untitled, 1930
Το έργο αυτό προέρχεται από μια σειρά εικόνων που δημιούργησε η Höch γύρω στο 1930. Λέγεται ότι εμπνεύστηκαν από μια επίσκεψη σε ένα εθνογραφικό μουσείο με τον σύντροφό της Til Brugman. Η εικόνα κάνει ισχυρή χρήση των τροπικών της έκθεσης, όπως το σαφές πλαίσιο που την πλαισιώνει, η εκτεταμένη θάλασσα του κόκκινου φόντου με χρωματικό πεδίο και το μπλε τραχύ ημικύκλιο που λειτουργεί ως βάθρο για την κεντρική φιγούρα. Η άποψη της Höch για την μη ευρωπαϊκή τέχνη και τις δυτικές υποδοχές της φαίνεται εμμέσως να είναι πιο κριτική και διαφοροποιημένη από εκείνη πολλών άλλων καλλιτεχνών της εποχής, οι οποίοι συχνά έβλεπαν τα «πρωτόγονα» έργα τέχνης να περιέχουν μια ουσία ζωτικότητας που είχε χαθεί με τις καλλιτεχνικές εξελίξεις στη Δύση. Παρουσιάζει μια νέα εικόνα αυτής της τέχνης -προσφέροντας στους θεατές μια οπτική υπενθύμιση να έχουν συνείδηση ότι βλέπουν την εικόνα αυτού του γλυπτού χωρίς πλαίσιο και υποδαυλίζοντας έτσι την επιθυμία για το ερωτικό και το εξωτικό.
Life Portrait, 1972-73
Το “Lebensbild” ή “Life Portrait” είναι το τελευταίο έργο της Höch, και καμαρώνει μέχρι σήμερα ως το απόλυτα ταιριαστό τέλος στην καριέρα της. Πρόκειται για ένα φωτομοντάζ που περιέχει πολλαπλές εικόνες της ίδιας της καλλιτέχνιδας, πάντα με τα χαρακτηριστικά αυστηρά φουντωτά μαλλιά της, τα οποία την έκαναν έμβλημα της «Νέας Γυναίκας» στα νιάτα της. Σε αυτό το ασυνήθιστο είδος αυτοπροσωπογραφίας, επανεξετάζει διάφορα θέματα που είχε εξερευνήσει κατά τη διάρκεια της καριέρας της, όπως πρότυπα και μοτίβα μόδας, αφρικανικά γλυπτά και αποδομημένες εικόνες από εφημερίδες. Χρησιμοποιεί επίσης εικόνες που την απασχόλησαν αργότερα στη ζωή της, όπως αυτή κυρίως της φύσης, των φυτών και των ζώων. Το έργο λειτουργεί ως διαλογισμός για τη θέση της Höch ως καλλιτέχνιδας και για το πώς αυτή άλλαξε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Θέτει ερωτήματα σχετικά με τη φύση του θεάματος και της εικόνας, και ιδίως πώς αυτό σχετίζεται τόσο με την τέχνη όσο και με τις γυναίκες, τις οποίες η Höch είναι σε θέση να βλέπει μέσα από τον ίδιο φακό. Αυτό το παράδειγμα της ακραίας αυτοπροσωπογραφίας της εδώ προοιωνίζεται εκείνο άλλων γυναικών καλλιτεχνών που ανέπτυξαν περίτεχνα έργα αυτοφωτογράφησης, όπως αυτά της Cindy Sherman και της Hannah Wilke.
Η Höch πέθανε στις 31 Μαΐου 1978 στο Βερολίνο της Γερμανίας. Το έργο της βρίσκεται σήμερα στις συλλογές του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, της Berlinische Galerie και του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.