Καλοκαίρι του 1920, Βερολίνο. Καθώς περιπλανιέμαι στους βερολινέζικους δρόμους, εντοπίζω μια παρέα κουστουμαρισμένων, ντυμένων στην πένα τύπων. Καθώς αποπνέουν έναν δανδικό αέρα, μου κινούν την περιέργεια και αρχίζω να τους ακολουθώ. Τρυπώνουν σε κάτι υπόγεια και καταλήγουμε σε ένα περίεργο -μέρος που μοιάζει λίγο με γιορτή και λίγο με με γκαλερί- ασφυκτικά γεμάτο με πίνακες, αφίσες, και πρόστυχες συνθέσεις, ενώ από το ταβάνι κρέμεται ένα ομοίωμα με φάτσα γουρουνιού και στρατιωτική στολή. Με ενημερώνουν ότι είναι ένα έργο των Heartfield και Rudolf Schlichter και ότι βρισκόμαστε στην Πρώτη Διεθνή Έκθεση Νταντά που περιλαμβάνει έργα των George Grosz, John Heartfield, Max Ernst και Francis Picabia. Οι ντανταϊστές γύρω μου συμπεριφέρονται με μια απαξιωτική αδιαφορία για τις ίδιες τους τις δημιουργίες, ξεκίνησαν μια τεράστια συζήτηση περί αντικαθεστωτικών ιδεών, δίνοντας πάντοτε έμφαση στο «αντί», και συνέχισαν να μιλούν για τεχνοτροπίες είτε αντιμιλιταριστικές, είτε αντι-μπουρζουά, είτε ακόμα και αντι-καλλιτεχνικές, ενώ κατέληξαν να κράζουν ομόφωνα τους ανθρωπιστικούς στόχους του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στον χώρο υπάρχει μόνο μια και μοναδική γυναίκα που στηρίζεται παιχνιδιάρικα σε ένα μπαστούνι που δανείστηκε από τον Grosz, ενώ κοιτάζει πάνω από τον ώμο του εραστή της, Raoul Hausmann. Είναι η Hannah Höch. Στα δεξιά του ζευγαριού υπάρχει ένα σύνθημα: “Η τεχνη ειναι νεκρη, Ζωή στην μηχανική τέχνη του Τάτλιν”. Και στα αριστερά μια μεγάλη, τετράγωνη σύνθεση στην οποία μπορεί κανείς να σχεδόν να διακρίνει πρόσωπα, κείμενα και θραύσματα μηχανών.

Πρώτη Διεθνής Έκθεση Νταντά, Βερολίνο, 1920

Το συγκεκριμένο έργο είναι το φωτομοντάζ της Höch, “Κόψτε με το κουζινομάχαιρο την μπυροκοιλιά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης”. Στο πρωτοπόρο αυτό έργο η Höch κάνει μια κριτική δήλωση της Βαϊμάρης, κόβοντας και ράβοντας φωτογραφίες από εφημερίδες της εποχής: συνδυάζει εικόνες πολιτικών ηγετών με διάσημους αθλητές, μηχανοποιημένες εικόνες της πόλης και καλλιτέχνες νταντά. Εξισώνει μεταφορικά το ψαλίδι που χρησιμοποιεί για τα κολάζ της με το κουζινομάχαιρο, δηλώνοντας την αντίθεσή της στους διανεμημένους ρόλους και τις κυριαρχικές σχέσεις στην κοινωνία. Εδώ φιγουράρει και ο Αϊνστάιν, αλλά και ένας χάρτης όπου έχουν επισημανθεί οι χώρες στις οποίες οι γυναίκες ψηφίζουν! Το κίνημα Νταντά είναι για τη Höch το μαχαίρι που θα διαμελίσει την υποκριτική συντηρητική κοινωνία, γι’ αυτό και τα φωτομοντάζ της τα έχουν όλα, την πτώση της γερμανικής αυτοκρατορίας, την εξέγερση του Νοέμβρη, τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, το πραξικόπημα του Καπ.

Hannah Höch
Hannah Hoch, Κοψτε με κουζινομάχαιρο την μπυροκοιλιά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης,1919

Στις τάξεις των Ντανταϊστών κυριαρχούσαν οι λευκοί αρσενικού φύλου, και κατά συνέπεια, καλλιτέχνιδες όπως η Hannah Höch έμεναν στη σκιά. Καθώς η δημοκρατία της Βαϊμάρης της έδωσε την ταμπέλα της «εκφυλισμένης» καλλιτέχνιδας και πολλοί από τους συμπατριώτες της την θεωρούσαν περιθωριακή φυσιογνωμία.

Η Höch είναι η μητέρα του φωτομοντάζ, μιας αισθητικής που στηρίζεται στην επανασυγκόλληση φωτογραφιών με τέτοιο τρόπο ώστε το οπτικό αποτέλεσμα να είναι τρισδιάστατο και σουρεαλιστικό. Με έργα όπως το “Κόψτε με το κουζινομάχαιρο την μπυροκοιλιά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης”, η Höch όχι μόνο εξερεύνησε τα όρια του κολάζ αλλά και εξέτασε διεισδυτικά θέματα που αφορούσαν την βιομηχανία της ομορφιάς, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις και τις φυλετικές διακρίσεις. Περιθωριοποιημένη στην πατρίδα της Γερμανία εξαιτίας της αμφοτεροφυλίας της, υπερασπίστηκε τον φεμινισμό πριν από περισσότερο από έναν αιώνα.

Η Höch ήταν μια αταίριαστη προσθήκη στην ντανταϊστική σχολή του Βερολίνου και η προσπάθεια να την αποκλείσουν άρχισε σχεδόν αμέσως, eίτε εξαιτίας της συμβατικής της εκπαίδευσης στις εφαρμοσμένες τέχνες, είτε λόγω της ενασχόλησής της με την εμπορική εικονογράφιση, είτε απλώς επειδή ήταν γυναίκα, οι σύγχρόνοί της καλλιτέχνες George Grosz και ο John Heartfield στράφηκαν εναντίον της και κατέβαλαν προσπάθειες να την παραγκωνίσουν, θέλοντας να την αποκλείσουν από την από την έκθεση.

Eπανήλθε μόνο όταν ο Hausmann, μια βασική φιγούρα της ομάδας, απείλησε ότι θα αποσυρθεί. Τα περισσότερα από όσα εξέθεσε το 1920 έχουν χαθεί: φωτομοντάζ και μερικές από τις χαρακτηριστικές “νταντά κούκλες” της. Μια φωτογραφία της Höch να κρατάει μια από αυτές τις περίεργες φιγούρες την δείχνει να φοράει μια εντυπωσιακή στολή επιστημονικής φαντασίας, αλλά δεν της άρεσε το επιδειξιομανές στοιχείο του νταντά. Λέγεται ότι την έφερναν σε αμηχανία τα μποέμικα καμώματα των ανδρών συναδέλφων της, αν και τουλάχιστον σε μια παράσταση εμφανίστηκε σε βοηθητικό ρόλο (οπλισμένη με μια κατσαρόλα και ένα ψεύτικο πιστόλι).

Hannah Höch
Hannah Höch, Αρχηγοί Κράτους, 1918-20

Η τέχνη της Hannah Höch ήταν πολιτική τέχνη

Κάποια στιγμή η Höch απομακρύνθηκε από τους σκληροπυρηνικούς Ντανταϊστές, συνεχίζοντας να δημιουργεί έργα με φωτομοντάζ, εργόχειρο και γραφιστικό σχέδιο τα οποία, όμως, πολύ σπάνια συμμετείχαν σε εκθέσεις στις δεκαετίες που ακολούθησαν την Πρώτη Διεθνή Έκθεση Ντανταϊσμού του 1920. Και παρότι είχε αναμφίβολα αφήσει το αποτύπωμά της στην πορεία της σύγχρονης και της φεμινιστικής τέχνης, μόλις 10 χρόνια πριν από τον θάνατό της (το 1978) άρχισε να αναδεικνύεται σε εμβληματική μορφή της αβάν-γκαρντ σκηνής. Φρέσκιες ματιές στο έργο της ρίχνουν φως στη σατιρική του πλευρά και στην ικανότητα της Hannah Höch να σχολιάζει εύστοχα, ακόμα και σήμερα, καίρια ζητήματα όπως το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, τη στρατιωτική νομοθεσία, και τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Διαισθητικά, μεστά πολιτικών μηνυμάτων αλλά και ισορροπημένα από αισθητικής άποψης, τα έργα της μοιάζουν να ιχνογραφούν ένα μυστηριώδες πορτρέτο για την ίδια τη δημιουργό τους αλλά και το σαφέστατο περίγραμμα ενός φεμινιστικού οράματος που αναδύθηκε πριν από εννέα δεκαετίες.

Τα μοντάζ που έφτιαξε η Höch τα χρόνια που ακολούθησαν την έκθεση μοιράζονται εξίσου ανάμεσα σε ρητά πολιτικά σχόλια – λίγο πολύ σύμφωνα με τους κομμουνιστές συναδέλφους της, όπως ο Heartfield – και σε έναν εικαστικό εορτασμό της Νέας Γυναίκας της δεκαετίας του 1920: αν και το τελευταίο τείνει με τη σειρά του σε πιο τυπικούς, τελικά αφηρημένους, πειραματισμούς. Στο Heads of State, του 1920, πήρε μια φωτογραφία από μια φωτογραφία του Γερμανού προέδρου Friedrich Ebert και του υπουργού Άμυνας Gustav Noske, που απεικονίζονται με τα μαγιό τους σε ένα θέρετρο της Βαλτικής, και τοποθέτησε τις παχουλές φιγούρες τους πάνω σε ένα μοτίβο κεντήματος με σίδερο που απεικονίζει μια γυναίκα με ομπρέλα, περιτριγυρισμένη από λουλούδια και πεταλούδες. Ένα χρόνο αργότερα, στο έργο της Dada-Ernst -που μπορεί να σημαίνει “Dada-Serious”, ή μπορεί να είναι μια αναφορά στον συνάδελφό της Max Ernst- αντιπαραβάλλει συναισθηματικές εικόνες της θηλυκότητας του 19ου αιώνα με φωτογραφίες αθλούμενων νεαρών γυναικών των οποίων τα άκρα -απελευθερωμένα επιτέλους από τους περιορισμούς του παλιού αιώνα- εξισώνονται με τις ψηλές φιγούρες των ουρανοξυστών. Τα γυμνά πόδια υπάρχουν παντού στην τέχνη της Höch από αυτό το σημείο και έπειτα: λυγίζοντας και πηδώντας, συχνά ακρωτηριασμένα από το πραγματικό σώμα, το μοτίβο εκφράζει ταυτόχρονα τη γραφική ενέργεια της Νέας Γυναίκας και ένα είδος γκροτέσκου σουρεαλισμού- το αποκομμένο μέλος που αποκτά δική του ζωή.

Hannah Höch
Hannah Höch, Έτοιμη για το Πάρτι, 1926

Ενώ το “Roma” της, που με την πρώτη ματιά μοιάζει με μια αρμονική σύνθεση από φιγούρες και κτίρια, είναι ένα τσουχτερό πολιτικό σχόλιο, αφού η σταρ του βωβού κινηματογράφου Άστα Νίλσεν διώχνει τον Μουσολίνι έξω από την αιώνια πόλη με μια αποφασιστική κίνηση των χεριών. Το 1925, παρακαλώ.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920 η Höch είχε χάσει την επαφή της με τους περισσότερους ντανταιστές του Βερολίνου, αν και παρέμενε στενά συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία: φίλοι και περιστασιακοί συνεργάτες της ήταν ο Tristan Tzara, ο László Moholy-Nagy και ο Kurt Schwitters. (Μαζί με τον Hans Arp, ο Schwitters, θυμήθηκε αργότερα, ήταν από τους ελάχιστους άνδρες καλλιτέχνες που γνώριζε και ήταν πρόθυμοι να πάρουν μια γυναίκα στα σοβαρά ως συνάδελφο). Το 1922 είχε χωρίσει με τον Hausmann, και στα τέλη της δεκαετίας, έχοντας μετακομίσει στην Ολλανδία, ξεκίνησε μια λεσβιακή σχέση με την Ολλανδή συγγραφέα Til Brugman.

Το έργο της στο σύνολό του χαρακτηρίστηκε «εκφυλισμένη τέχνη» από τους ναζί, και απαγορεύτηκε. Η ίδια αποσύρθηκε σε έναν μικρό κήπο στην ύπαιθρο της Γερμανίας, κρύβοντας εκεί έργα δικά της και άλλων καλλιτεχνών, και επανήλθε μετά την πτώση του ναζισμού. Πέθανε τον Μάιο του 1978, σχεδόν στα ενενήντα της.

Η Hannah Höch παρέμεινε το επαναστατημένο κορίτσι που δεν άφησε τη λεπτή φωνή της να πνιγεί από αυτές των αντρών συναδέλφων της που επέβαλε η εποχή της: δεν υπάρχει περίπτωση, φαίνεται να είπε, κι έγινε η αιώνια πρωτοπόρα της αισθητικής αναρχίας.

Hannah Höch
Hannah Höch, 1930

❈ Δείτε επίσης: Η αλλόκοσμη αφηρημένη τέχνη της Hilma af Klint