Μπορεί να έχει ονομαστεί «Untitled» ([Άτιτλος] από τον ίδιο τον δημιουργό του, τον Ζαν Μισέλ Μπασκιά, αλλά αυτός ο πίνακας του 1982, που απεικονίζει έναν κερασφόρο διάβολο, είναι πλέον ευρύτερα γνωστος στην ποπ κουλτούρα ως «Διάβολος».
Είναι, εδώ και μερικούς μήνες, το πιο ακριβό έργο του Μπασκιά το οποίο πουλήθηκε στις 18 Μαϊου του 2022, από τον οίκο Δημοπρασιών Phillips Auctioneers στη Νέα Υόρκη, για 85 εκατομμύρια δολάρια σε έναν ανώνυμο συλλέκτη από την Ταϊβάν.
Και επειδή, ως γνωστον, ο…. διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες, κάθε τέτοια λεπτομέρεια πάνω σε αυτό το έργο έχει την δική του αξία και σημασία – γι’ αυτό και θεωρείται, ακριβώς 40 χρόνια, ως ένας από τους σημαντικότερους πίνακες στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης.
Ο εικονιζόμενος Διάβολος – ένα από τα μεγαλύτερα έργα του (239 x 500 εκατ.) – είναι, ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Μπασκιά, αλλά και, δυνητικά, όλοι μας, τουλάχιστον όσοι ζούμε στην – Δυτική τύπου – κοινωνία του καπιταλισμού και του υπερ-καταναλωτισμού, που αποτελεί την μόνιμη παγίδα μέσα στην οποία μπορεί να υποπέσει ο εκάστοτε καλλιτέχνης.
Μια «λούμπα» μέσα στην οποία έπεσε και ο ίδιος ο νεοϋορκέζος εικαστικός, ο οποίος ελέω αυτής της πίεσης και της εξάρτησής του από τις πάσης φύσεως ουσίες, πέθανε το 1988, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, σε ηλικία μόλις 27 ετών.
Το 1982 είναι το «έτος μηδέν» για τον, τότε 21χρονο, καλλιτέχνη. Είναι η χρονιά της ευρύτερης αναζήτησης και κατανόησης του εαυτού του, πάντα σε σχέση με τον περίγυρό του, ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να διερευνήσει τα όρια και τις θεατές ή αθέατες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, διαμέσου των κοινωνικών του σχέσεων με τους γύρω του, γνωστούς και φίλους. Και το μέσο ή εργαλείο προκειμένου να το κατανοήσει αυτό είναι διαμέσου της χρήσης, στην τέχνη του, διαφόρων θρησκευτικών μορφών, όπως ο Σατανάς.
Κάπως έτσι, στο «Untitled», χρησιμοποιεί «άτακτες», αλά Τζάκσον Πόλοκ, πινελιές καθώς και μια μεγάλη ποικιλία χρωμάτων προκειμένου να επικαλύψει μια φιγούρα που μοιάζει με ένα κερασφόρο πλάσμα που συμβολίζει τον «διάβολο» που ενυπάρχει μέσα σε όλους μας, παρά τις προσπάθειές μας να το κρύψουμε.
«Αυτός ο πίνακας δίνει συνέχεια σε ένα κοινό θέμα στο έργο του Μπασκιά με τη χρήση σκελετικών μορφών και θρησκευτικών υπονοούμενων που δείχνουν τον ενθουσιασμό του για την ανθρώπινη θνητότητα και θνησιμότητα», αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα του πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στις ΗΠΑ.
Το μνημειώδες έργο – ένας συνδυασμός ακρυλικού και σπρέι – λέγεται ότι είναι μια αυτοπροσωπογραφία, που δημιουργήθηκε τη χρονιά που ο νεαρός καλλιτέχνης άρχισε να κατακτά την κορυφή, το 1982, τότε που ο (παλιός γκραφιτάς) Μπασκιά ξεκίνησε να συνδυάζει τις ενεργητικές, δυναμικές γραμμές της δουλειάς του στο δρόμο ως street artist με την βαθιά γνώση της τέχνης, φτάνοντας σε ένα εντελώς sui generis τελικό αισθητικό αποτέλεσμα που εξέπληξε τους πάντες.
Τοτε ακριβώς ήταν που έλαβε χώρα η σταδιακή «μετατόπισή του από τον δρόμο και τις νεοϋορκέζικες γειτονιές μέσα σε ένα στούντιο», όπως το έθεσε ο ειδικός της σύγχρονης τέχνης των Sotheby’s, David Galperin. Ταυτόχρονα όμως, τα τέλη του 1982 και οι αρχές του 1983 σηματοδότησαν και ένα ακόμη σκαλί της προσωπικής του πορείας και ανέλιξης προς την κορυφή: όταν άρχισε να βιώνει τις πιέσεις της αγοράς της Τέχνης και των κατά τόπους συλλεκτών και ντίλερς έργων τέχνης, «επιβαρύνοντας» το δημιουργικό του όραμα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Κάπως έτσι, το 1984 αρχίζει να νιώθει την πολύ έντονη πίεση από τους διάφορους art dealers και να τσακώνεται ή να διακπληκτίζεται μαζί τους, παρά την, πλέον, πολύ στενή του σχέση με τον προστάτη του και «μαικήνα» της τέχνης του, τον Αντι Γούρχολ.
«Κατά καιρούς, αυτή η ένταση τού δημιουργούσε μια έλλειψη ενέργειας και μια πρωτοφανή αδυναμία εστίασης στα έργα του», υποστηρίζει ο έμπορος τέχνης και επιμελητής εκθέσεων Jeffrey Deitch, ο οποίος επισημαίνει ότι, κιόλας από το 1984, ο Μπασκιά αρχίζει να νιώθει «υποχρεωμένος» να παραδώσει μια σειρά από πίνακες, χωρίς όλην αυτήν την ελευθερία που ένιωθε τα προηγούμενα χρόνια, απαλλαγμάνος από «συμβόλαια» και λοιπές εμπορικές συμφωνίες. Το μόνο στοιχείο που (καθ)οδηγούσε την τέχνη του ήταν η όρεξη του και το προσωπικό του πάθος, που ξεχείλιζε έμπνευση και δημιουργικότητα.
Να θυμίσουμε εδώ ότι το συγκεκριμένο έργο του Μπασκιά πωλήθηκε, αρχικά, το 2004 έναντι 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων στον συλλέκτη έργων τέχνης Άνταμ Λίντερμαν και ξανά το 2016 στον Ιάπωνα δισεκατομμυριούχο Γιουσάκου Μαεζάβα σε τιμή ρεκόρ, 57,3 εκατομμύρια δολάρια.
Στη δημοπρασία «20th Century & Contemporary Art Evening Sale» του Phillips, τον περασμένο Μάιο, ο πίνακας Untitled πωλήθηκε 85 εκατ. δολάρια.
Ο μέχρι τότε κάτοχός του, ο μεγιστάνας του ιστότοπου διαδικτυακού εμπορίου Zozotown, είχε επενδυτική απόδοση 48% από την πώληση, ανέφερε τότε το δημοσίευμα της Wall Street Journal.
Από τους σχεδόν 1.500 πίνακες που ολοκλήρωσε ο Basquiat σε οκτώ χρόνια, το συγκεκριμένο έργο είναι ένα από τα μεγαλύτερα έργα του. Ο πίνακας είναι πλέον το πιο ακριβό έργο τέχνης που έχει πουλήσει ποτέ ο οίκος, ξεπερνώντας σε τιμή τον καμβά του Άντι Γουόρχολ, «Men in Her Life», που παρουσιάστηκε σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη το 2010.