Όταν ακούμε για φαντάσματα, αυτό που συνήθως μας έρχεται στο μυαλό είναι πνεύματα και άυλες μορφές που έρχονται να στοιχειώσουν ανθρώπους, σπίτια και ψυχές. Τα φαντάσματα αυτά όμως είναι κάτι διαφορετικό από αυτήν την εικόνα που μας έχει μείνει από μικρή ηλικία. Μακριά από την λαϊκή ρήση του απόκοσμου και του πνεύματος ενός νεκρού που καταδυναστεύει τα εγκόσμια.
Τα φαντάσματα της Θεσσαλονίκης, αποτελούν φορείς μηνυμάτων.
Είναι ιαχές καταπιεσμένες. Κραυγές που μπορεί να έχουν σιγήσει, να μην εκφράστηκαν ποτέ και να αναζητούν μία ευκαιρία να ακουστούν. Ιδέες που ξεθώριασαν, ζωές που δεν βιώθηκαν, μία προσωπική ιστορία, ένα τραύμα του παρελθόντος που έρχεται να ξεσπάσει, να καθοδηγήσει και να εμπνεύσει.
Την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καλωσόρισε λοιπόν τα φαντάσματα αυτά. Μία συλλογή από έργα Ελλήνων εικαστικών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, οι οποίοι έχουν φύγει από τη ζωή, και επέστρεψαν στο παρόν μας με έργα που άλλαξαν την ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης.
Στο Glass House, στην προβλήτα 1 του λιμανιού που φιλοξενεί το Φεστιβάλ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής Ορέστης Ανδρεαδάκης πήρε το λόγο, καλωσόρισε τα φαντάσματα και μας υποδέχτηκε να εγκαινιάσουμε μαζί την κεντρική εικαστική έκθεση «ΦΑΝΤ ΣΜ ΤΑ» του η οποία εντάσσεται στο μεγάλο αφιέρωμα της φετινής διοργάνωσης στα φαντάσματα.
«Στο πλαίσιο του κεντρικού αφιερώματος στα Φαντάσματα, εκτός από τις ταινίες που έχει επιλέξει ο συνεργάτης μας, διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης και πολύ γνωστός κριτικός και θεωρητικός, Ντένις Λιμ, φιλοξενούμε και μια έκθεση, η οποία, σε αντίθεση με άλλες χρονιές, δεν περιλαμβάνει ανάθεση σε νέους καλλιτέχνες. Τη φετινή χρονιά, τέσσερις εμβληματικοί έλληνες εικαστικοί καλλιτέχνες που δεν είναι πια στη ζωή επιστρέφουν και αυτοί σαν φαντάσματα στη Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας μαζί τους μυστικά, ψιθύρους και φόβους από το παρελθόν.
Στο επίκεντρο των έργων τους βρίσκονται οι ίδιες οι τέχνες της ζωγραφικής και του κινηματογράφου, η θέση της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία, οι μετανάστες και οι άνθρωποι που δεν διαθέτουν λόγο σε έναν σκληρό κόσμο, αλλά και η τεχνολογία, η οποία είχε γεννήσει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, αλλά πλέον προκαλεί τον φόβο ότι το δημιούργημά μας, που κάποτε πιστεύαμε ότι θα μας βοηθήσει, έχει πλέον τη δύναμη να μας καταδυναστεύσει».
Ο guest curator του αφιερώματος του Φεστιβάλ στα Φαντάσματα και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, Ντένις Λιμ, δήλωσε ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος με τους σπουδαίους καλλιτέχνες ενώ εκθείασε τον τρόπο με τον οποίο τα έργα αναπτύσσουν έναν εσωτερικό διάλογο μεταξύ τους και αντανακλούν το κεντρικό αφιέρωμα του Φεστιβάλ με έμμεσο και υπαινικτικό τρόπο.
«Τα φαντάσματα έρχονται πάντα από το σύμπαν του τέλους για να υπερασπιστούν μια αλήθεια που υπάρχει πέρα από αυτό και κομίζουν μηνύματα από το παρελθόν ή το μέλλον. Προειδοποιούν, πενθούν, απειλούν, ζητούν δικαιοσύνη ή εκδίκηση, αποκαλύπτουν μυστικά, θέτουν σε δοκιμασία τους ζωντανούς.» υπογραμμίζει ο κ. Ανδρεαδάκης.
Το εμβληματικό τους έργο, πιο επίκαιρο από ποτέ, παρουσιάζεται στην έκθεση ως μέρος μιας διαρκούς διαδικασίας επιστροφής. Όπως αναφέρει ο καλλιτεχνικός διευθυντής στο επιμελητικό του σημείωμα: «Ο Νίκος Κεσσανλής, ο Βλάσης Κανιάρης, η Σίλεια Δασκοπούλου και ο Ιάσων Μολφέσης επιστρέφουν στο δικό μας παρόν με έργα που ζητούν μια δεύτερη ανάγνωση και, κάτω από τον τίτλο Φαντάσματα, θέτουν ερωτήματα για την έννοια της αναπαράστασης του φανταστικού κόσμου, τη φαντασμαγορική μνήμη των σκιών, την απουσία της ζωής, τις φασματικές μορφές της τεχνολογίας. Ένας νέος φωτογράφος, ο Δημήτρης Τσουμπλέκας, τούς παρατηρεί και τους σχολιάζει με τον φακό του. Προσθέτει μικρές ψηφίδες ζωής, ανοίγει ρωγμές στον χρόνο, ακολουθεί την κοίτη του παρελθόντος και μαζεύει παλιά ρούχα και βιβλία – λατρεύει τα ξεχασμένα αντικείμενα μιας χώρας που δικαιωματικά ανήκει στα φαντάσματα».
Στην πρώτη αίθουσα παρουσιάζεται η σειρά έργων του Νίκου Κεσσανλή με τίτλο “Φαντασμαγορίες της ταυτότητας” η οποία εντάχθηκε στο κίνημα της Mec Art (μηχανικής τέχνης). Ο Κεσσανλής τοποθέτησε ανθρώπους πίσω από μια διάφανη οθόνη, τους ζήτησε να ποζάρουν και να κινούνται παίρνοντας διαφορετικές στάσεις και τους φώτισε με προβολείς.
Οι σκιές που εμφανίζονταν στην οθόνη φωτογραφήθηκαν από τον Κεσσανλή, ο οποίος, διαφοροποιώντας την ένταση του φωτός, πέτυχε μια τεράστια γκάμα φωτοσκιάσεων, αποχρώσεων του μαύρου και του λευκού και αλλοιώσεων των περιγραμμάτων. Οι μεγάλες σκιές των ανθρώπων του Κεσσανλή βγαίνουν μέσα από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» («να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους») διεκδικώντας την αιώνια επιστροφή τους στο άχρονο παρόν.
Η δεύτερη αίθουσα παρουσιάζει έργα της Σίλειας Δασκοπούλου (1936-2006). Έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση στην Αθήνα το 1962 (Νέες Μορφές), έζησε για λίγο στο Παρίσι και μέχρι το 1970 είχε κερδίσει σημαντική θέση στην αθηναϊκή εικαστική σκηνή.
Το έργο της βρίθει αντι-νατουραλιστικών γυναικείων, κυρίως, πορτρέτων, τα οποία θυμίζουν μάσκες απόκοσμων όντων. Ολοκλήρωσε περισσότερα από 100 τέτοια πορτρέτα, συχνά με ειρωνικούς τίτλους, οι οποίοι θέτουν σε αμφισβήτηση τους συμβατικούς κοινωνικούς ρόλους των γυναικών της εποχής.
Τα ακατέργαστα και σχεδόν παραμορφωμένα πρόσωπα των γυναικών της Δασκοπούλου έχουν το βλέμμα των φαντασμάτων – μπλέ τις περισσότερες φορές. Όλα τους είναι τοποθετημένα σε μονόχρωμα φόντα και μας κοιτούν πίσω από μια γυάλινη τρυφερή σκληρότητα.
«Επανεκτιμάται αυτή η γυναίκα και κερδίζει ούτως ή άλλως ακόμα και έξω από την έκθεση, μία ζηλευτή θέση στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Πιστεύω θα αναγνωριστεί ακόμα πιο πολύ.
Πρόκειται για μία μεγάλη σειρά πορτρέτων. Περιλαμβάνει περίπου 100 πορτραίτα. Εμείς επιλέξαμε γυναίκες γιατί θέλαμε να τονίσουμε το θεματικό χαρακτήρα αυτών των γυναικείων μορφών.Είναι άτιτλες, ίσως γιατί μας αφήνει να βάλουμε τους δικούς μας τίτλους.»
Η τρίτη αίθουσα φιλοξενούσε το έργο του Βλάση Κανιάρη (1928-2011) ο οποίος κατασκεύασε το 1962 τις πρώτες ντυμένες με κουρέλια κούκλες. Στην πραγματικότητα, ήταν ρούχα από τα οποία απουσίαζε η ανθρώπινη σάρκα. Το εξωτερικό περίβλημα έμοιαζε με ένα σχήμα χωρίς νεύρα και ζωή, ένα φάντασμα που αναζητούσε να ξαναβρεί τη γήινη χαμένη του διάσταση.
Πρόκειται για ακέφαλα ανδρείκελα, φαντάσματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τα οποία, αποξενωμένα και αλλοτριωμένα, δεν μπορούν να κατοικήσουν ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν, αλλά ούτε και στο μέλλον.
«Αυτή είναι μια πιο πολιτική σειρά. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν ταυτότητα, όνομα, είναι μόνο χέρια για δουλειά. Και το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο χωρίς να έχει τον άνθρωπο στο επίκεντρο. Είναι απλά σώματα.» μας εξηγεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής ενώ περιφέρεται μέσα στην αίθουσα.
Αναφερόμενος σε έργο του Βλάσση Κανιάρη που παρουσιάζει ένα παπούτσι κολλημένο στο έδαφος, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης υποστήριξε πώς «Έτσι όπως έχει τοποθετηθεί σε αυτή τη βάση, είναι σαν κάποιος να περνούσε και να άφησε το αποτύπωμά του.Σαν να κόλλησε, ένα ίχνος και μετά εξαφανίστηκε. Σαν μετά από μία καταστροφή, χάθηκε, και έμεινε αυτό το παπούτσι.»
Η φωτογραφία του Δημήτρη Τσουμπλέκα, που ουσιαστικά “σχολιάζει” τη συλλογή φαίνεται να έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον του Ορέστη Ανδρεαδάκη. Πρόκειται για ένα γυναικείο παπούτσι, από το οποίο αναβλύζει καπνός. «Η φωτογραφία αυτή μου αρέσει πολύ. Είναι σαν συνέχεια του έργου. Αποτυπώνει τη γυναικεία μορφή και είναι η στιγμή που εξαϋλώνεται»
Η τελευταία αίθουσα φιλοξενούσε έργα του Ιάσωνα Μολφέση (1925-2009). Το έργο του ακολουθεί μια επίπονη διαδικασία φιλοσοφικών ερωτημάτων γύρω από τον χρόνο και τον χώρο, το μέλλον και το παρελθόν. Γύρω στο 1966-1967 άρχισε να ενσωματώνει στα έργο του την κωδικοποιημένη γλώσσα των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μεταφέροντας σε σφυρήλατο μολύβι το σύστημα των σκούρων στιγμών και των λευκών επιφανειών από τις ταινίες του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και θέλοντας να σχολιάσει την επιδρομή του φαντάσματος της τεχνολογίας, ο Μολφέσης δημιουργεί τα πρώτα του ανάγλυφα, αξιοποιώντας υλικά όπως ο πολυεστέρας, ο γύψος, το μέταλλο, τα φύλλα αλουμινίου.
«Τι θαυμάσιο εργαλείο που είναι ο υπολογιστής! Στερούμενος από κάθε φαντασία, έρχεται να επικουρήσει το πνεύμα το ανθρώπινο και εγκαθίσταται μέσα στους σύγχρονους καιρούς. Δεκτός από τον άνθρωπο σαν καινούριος θεός, δέχεται με τη σειρά του τα ερωτήματα του ανθρώπου. Οι απαντήσεις του αποτελούν μέρος της σύγχρονης μυθολογίας. Απόκειται στον άνθρωπο να τις ερμηνεύσει», αναφέρει ο Μολφέσης για το εργο του.
Η έκθεση με τίτλο «Φ ΝΤΑΣΜ ΤΑ», σε επιμέλεια του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη, θα φιλοξενηθεί στο Glass House, στην προβλήτα 1 (Λιμάνι Θεσσαλονίκης), από τις 3 έως τις 12 Νοεμβρίου, με ελεύθερη είσοδο.