Σε δύο κτίρια των πρώην βασιλικών στάβλων, στο Άλσος Στρατού στην περιοχή Γουδή, μέσα σε έναν υπαίθριο χώρο 6,5 στρεμμάτων, στεγάζεται από το 2004 η Εθνική Γλυπτοθήκη, το Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου που έδωσε πρόσβαση στο κοινό σε σημαντικό μέρος από τις πλούσιες συλλογές του μουσείου τόσο στους εσωτερικούς χώρους της όσο και στο υπέροχο πάρκο γλυπτικής που τους περιστοιχίζει.
Μια δομή-κόσμημα για την πόλη, που χρειάστηκε περαιτέρω αποκατάσταση, πλέον έχει τεθεί σε επαναλειτουργία, ανοιχτή για ανθρώπους κάθε ηλικίας, που μπορούν να περιηγηθούν στα εκθέματα απολαμβάνοντας τη βόλτα τους σε έναν ξεχωριστό πνεύμονα πρασίνου στην καρδιά της Αθήνας.
Η Εθνική Γλυπτοθήκη προσφέρει τη δυνατότητα ο επισκέπτης να αποκτήσει μια αυτόνομη, εποπτική εικόνα της ιστορίας της νεότερης ελληνικής γλυπτικής από τη γένεσή της, τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια έως σήμερα, καθώς περίπου 150 έργα, που καλύπτουν δύο αιώνες ιστορίας της ελληνικής γλυπτικής –από τους λαϊκούς φεγγίτες της Τήνου ως τα σύγχρονα κινητικά γλυπτά–, έχουν βρει τη θέση τους τόσο στο εσωτερικό του ενός από τα δύο ιστορικά κτίρια όσο και στον υπαίθριο χώρο, με την έκθεση μεγάλων έργων.
«Λαϊκή Γλυπτική», «Επτανησιακή Γλυπτική», «Νεοκλασική Γλυπτική», «Από τον Κλασικισμό στον Ρεαλισμό», «Από τον 19ο στον 20ό αιώνα», «Γιαννούλης Χαλεπάς», «Μοντερνισμός και Παράδοση», «Ανθρωποκεντρισμός», «Αφαίρεση», «Μετά την αφαίρεση» (περιλαμβάνει τις ενότητες «Ποπ Αρτ» και «Μετά τον Μοντερνισμό»), «Ξένοι Καλλιτέχνες» – η διάρθρωση των μόνιμων συλλογών γλυπτικής είναι δηλωτική της συνολικής εικόνας που κερδίζει ο επισκέπτης, ο οποίος, σε μια βόλτα σε ένα από τα πιο όμορφα και φιλόξενα πάρκα της πόλης, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει μέσα από σπουδαία έργα κορυφαίους δημιουργούς που εξέλιξαν την τέχνη της γλυπτικής.
Όπως σημείωνε η αείμνηστη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα: «Η δημιουργία της Εθνικής Γλυπτοθήκης, ενός μουσείου αφιερωμένου αποκλειστικά στη νεότερη ελληνική γλυπτική, αποτελεί την εκπλήρωση ενός εθνικού χρέους προς τους καλλιτέχνες εκείνους που διαμόρφωσαν την εικόνα της νεότερης Ελλάδος. Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μέσα σε λίγα χρόνια οι λαϊκοί μαρμαροτεχνίτες –Τήνιοι κατά κύριο λόγο– κατόρθωσαν να μεταμορφωθούν, με τη βοήθεια και του νεοϊδρυθέντος Σχολείου των Τεχνών, στους θαυμαστούς τεχνίτες της νέας πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους μιας Αθήνας αντάξιας του ονόματός της.
Τα έξοχα διακοσμητικά μοτίβα που στολίζουν τα νεοκλασικά μέγαρα, οι ανδριάντες των ηρώων του Αγώνα, τα αγάλματα που κοσμούν τα νεκροταφεία εξευμενίζοντας τον θάνατο, εικονογραφούν τη θαυμαστή πρόοδο των Ελλήνων γλυπτών».
Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει αντιπροσωπευτικά έργα των κυριότερων εκπροσώπων της ελληνικής γλυπτικής του 19ου αιώνα (Κόσσου, Δρόση, Βρούτου, των αδελφών Φυτάλη, Φιλιππότη, Χαλεπά κ.ά.) και του 20ού αιώνα (εκκινώντας από τα υπέροχα γλυπτά του Χαλεπά, θα δει έργα των Δημητριάδη, Τόμπρου, Απάρτη, Μπέλλας Ραφτοπούλου, Φρόσως Ευθυμιάδη, Γιάννη Παππά, Λεκάκη, Κουλεντιανού, Λουκόπουλου, Σκλάβου, Απέργη, Λαμέρα, Ζογγολόπουλου, Καπράλου, Αβραμίδη, και πολλών άλλων).
Επίσης καλλιτέχνες όπως οι Θόδωρος (Παπαδημητρίου), Παπαγιάννης, Δικέφαλος, Ζούνη, Λίτη, Χανδρής, Νομίδου, Άγγελος Παπαδημητρίου κ.ά., αλλά και ιδιώτες, όπως η οικογένεια του Γεωργίου Μπονάνου και η Έφη Δαρδούφα, πρόσφεραν έργα για να συμπληρωθούν οι συλλογές.
Στη δε είσοδο της έκθεσης παρουσιάζονται επίσης έξι χαρακτηριστικές δημιουργίες σημαντικών ξένων γλυπτών, όπως τα σημαντικά έργα Θεραπευτής του Μαγκρίτ, Πτήση (Πουλί) του Σαντιάγκο Καλατράβα και ο Απόλλων μαχητής του Αντουάν Μπουρντέλ.
Οι ενότητες μάλιστα συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα τοίχου, ενώ ψηφιακοί σταθμοί πληροφόρησης και κωδικοί QR, με τη χρήση φορητών συσκευών, παρέχουν περισσότερες πληροφορίες για κάθε γλυπτό. Επιπλέον, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει την ιστορία της συλλογής Νεοελληνικής Γλυπτικής του μουσείου μέσα από ένα βίντεο που προβάλλεται στην είσοδο της έκθεσης.
Σημειώνεται ότι τα κτίρια της Εθνικής Γλυπτοθήκης εκμισθώθηκαν από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ανακαινίστηκαν με τη βοήθεια κοινοτικών πόρων και μετατράπηκαν σε εκθεσιακούς χώρους με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Η Εθνική Γλυπτοθήκη εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουλίου 2004, με αναδρομική έκθεση του Χένρι Μουρ και με μνημειακά γλυπτά σε ξύλο του Χρήστου Καπράλου.
Στις 27 Ιουνίου 2006 εγκαινιάστηκε η μόνιμη έκθεση της Νεοελληνικής Γλυπτικής, στην οποία, για πρώτη φορά, παρουσιάζεται σε αυτόνομο χώρο μια ολοκληρωμένη εικόνα της συλλογής γλυπτικής. Τη δαπάνη της παρουσίασης των γλυπτών και της έκδοσης του καταλόγου ανέλαβε για μια ακόμη φορά το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.