Ένα βράδυ του 1956 η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ συνάντησε τη Μέριλιν Μονρόε σε μια πρεμιέρα ταινίας στο Λονδίνο. Οι δύο γυναίκες πέρα από την ηλικία τους (και οι δύο ήταν τότε 30 ετών) είχαν πιθανότατα ελάχιστα κοινά, την παγκόσμια φήμη και τη λάμψη. Ένας φωτογράφος κατέγραψε τη στιγμή της συνάντησής τους και ο Andy Warhol συνέχισε σχεδόν εμμονικά να κάνει μεταξοτυπίες των δύο αυτών γυναικών.
Οι μεταξοτυπίες της Μέριλιν του Γουόρχολ είναι από τις πρώτες που δημοσίευσε, φτιαγμένες τους μήνες αμέσως μετά τον θάνατό της το 1962. Οι μεταξοτυπίες της βασίλισσας, ωστόσο, είναι από τις τελευταίες του και λιγότερο γνωστές. Δημιουργήθηκαν το 1985, στο πλαίσιο της σειράς “Reigning Queens”, μόλις δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του.
Με τη μεταξοτυπία της Βασίλισσας, ο Warhol έπαιζε – όπως πάντα – με την ιδέα της διασημότητας και ανέλυε τη σχέση μεταξύ υποκειμένου και δημόσιας περσόνας. Η εικόνα βασίζεται σε ένα επίσημο φωτογραφικό πορτρέτο που τραβήχτηκε το 1975, λίγο πριν από τα 49α γενέθλιά της. Η βασίλισσα παρουσιάζεται φορώντας τιάρα, με γαλάζια μάτια, με μια αυτοκρατορική ομορφιά. Την αποτύπωσε με περίγραμμα και σε χρωματιστά μέρη.
Η εικόνα είναι τεχνητή, σαγηνευτική και αξιομνημόνευτη. Οι εκτυπώσεις – ορισμένες από τις οποίες ήταν πασπαλισμένες με διαμαντόσκονη εκδόθηκαν σε διαφορετικά χρώματα σε σετ των τεσσάρων – κυκλοφόρησαν σε περιορισμένη έκδοση. Αρκετά χρόνια αργότερα το Royal Collection Trust απέκτησε τελικά ένα σετ για το Διαμαντένιο Ιωβηλαίο της Βασίλισσας το 2012.
Κάνοντας μεταξοτυπίες της βασίλισσας, ο Warhol μας κληροδότησε μια εικόνα για την ιστορία της τέχνης και – θα μπορούσαμε να πούμε – της αιώνιας βασιλικής γοητείας. Όπως και με τη Μέριλιν, η Ελισάβετ Β’ παρέμεινε στη συλλογική μνήμη ως είδωλο του Γουόρχολ. Ακριβώς όπως ο Ερρίκος Η΄ που απαθανατίστηκε (τεράστιος, απειλητικός, με χοντρό λαιμό, παχύ πρόσωπο και γουρουνίσια μάτια) από τον ζωγράφο της αυλής του, Χανς Χόλμπαϊν τον νεότερο, ίσως αυτή αποδειχθεί η καθοριστική εικόνα της Ελισάβετ Β΄ μισή χιλιετία αργότερα; Ο Γουόρχολ προφανώς ένιωθε κάποιου είδους συγγένειας με το θέμα του, αφού κάποτε ανέφερε ότι ήθελε να είναι «τόσο διάσημος όσο η βασίλισσα της Αγγλίας».
Όπως σημείωσε κάποτε ο βρετανός ιστορικός David Cannadine, η βασίλισσα ήταν «ίσως το πιο οπτικά συχνά απεικονιζόμενο και αναπαριστώμενο άτομο που υπήρξε ποτέ σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία». Βασιλεύει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα άλλωστε που ο αριθμός των εικόνων που παράχθηκαν πρέπει να είναι τεράστιος.
Οι προπαγανδιστικές εικόνες του Μάο Τσετούνγκ (ο οποίος αποτέλεσε επίσης θέμα του Γουόρχολ μεταξύ 1972 και 1973) διαδόθηκαν πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά τον αποτύπωναν πάντα με τον ίδιο τρόπο: ο καλοκάγαθος ιδρυτής του κινεζικού έθνους. Με τη βασίλισσα, ωστόσο, οι εικόνες ποικίλλουν ως προς την ομοιότητα και το μέσο – πίνακες, φωτογραφίες, γλυπτά και ολογράμματα, καθώς και εκείνο το περίφημο προκλητικό εξώφυλλο του 1977 του δίσκου των Sex Pistols “God Save the Queen, όπου τα μάτια και το στόμα της είναι σβησμένα από τα ονόματα του τραγουδιού και του συγκροτήματος.
Η βασίλισσα δεν είχε ποτέ έναν αυλικό ζωγράφο. Ο πλησιέστερος υποψήφιος ήταν μάλλον ο Ιταλός καλλιτέχνης Pietro Annigoni, ο οποίος ζωγράφισε ένα πορτρέτο της μεταξύ 1954 και 1955 και ξανά το 1969. Το πρώτο του πορτρέτο της νεαρής βασίλισσας κατέκτησε ιδιαίτερα τη φαντασία του κοινού. Πλαισιωμένη από ένα ιταλικό αναγεννησιακό τοπίο, απαθανατίζεται ντυμένη με ένα χιτώνα, να κοιτάζει ονειρικά αλλά αποφασιστικά.
Η Αμερικανίδα φωτογράφος Annie Leibowitz την απεικόνισε με παρόμοιο τρόπο μισό αιώνα αργότερα, το 2007. Σκεπτόμενη και μοναχική, η μητριάρχης με τα ασημένια μαλλιά κοιτάζει κατευθείαν στο φακό της φωτογραφικής μηχανής. Μέχρι τότε, θα είχε συνηθίσει, έχοντας φωτογραφηθεί άπειρες φορές, θα είχε προφανώς εξοικειωθεί με τον φακό. Επιπροσθέτως, από το 1957 έδινε επίσης χριστουγεννιάτικες ευχές στην τηλεόραση.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, οι επίσημοι προσωπογραφικοί πίνακες αντικαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη φωτογραφία. Και από την αρχή, η τεχνική αυτή κυριάρχησε. Η κοσμική φωτογράφος Dorothy Wilding, η οποία τράβηξε τις φωτογραφίες ανάληψης της εξουσίας το 1952, επικεντρώθηκε στη νεότητα και την ομορφιά της Ελισάβετ και επέλεξε να χρωματιστούν χειροποίητα ορισμένες από τις εκτυπώσεις. Ο φωτογράφος μόδας Cecil Beaton, ο οποίος τράβηξε τις φωτογραφίες της στέψης το 1953 (και ήταν ουσιαστικά φωτογράφος της αυλής), προχώρησε ακόμη περισσότερο. Προώθησε ένα παραμυθένιο όραμα, επιλέγοντας θεατρικά φόντα αλλά και μερικά ρετούς.
Οι μεταγενέστεροι Βρετανοί φωτογράφοι – κυρίως ο Antony Armstrong-Jones, ο κόμης του Snowdon και πρώην κουνιάδος της βασίλισσας- και ο Patrick Lichfield, ένας από τους εξαδέλφους της και κόμης του Lichfield – προχώρησαν στην ανεπίσημη και νατουραλιστική προσέγγιση, και έτσι τη γνωρίσαμε λίγο καλύτερα. Μας προσφέρθηκαν φευγαλέες ματιές της βασίλισσας και της οικογένειάς της σε οικογενειακές καταστάσεις, στο παιχνίδι αλλά και στη δουλειά αλλά και σε καθημερινές στιγμές.
Αλλά ίσως η πραγματική επανάσταση στην αντίληψή μας για τη βασίλισσα προήλθε από τα μέλη του Τύπου – και τους φωτογραφικούς τους φακούς. Αυτοί παρείχαν μερικές από τις πιο αυθόρμητες και πιο προσωπικές στιγμές τηε βασίλισσας. Την είδαμε να αντιδρά συγκλονισμένη στην πυρκαγιά στο Κάστρο του Ουίνδσορ το 1992, να επιθεωρεί σιωπηλά ένα βουνό από ανθοδέσμες για την πριγκίπισσα Νταϊάνα έξω από τις πύλες του παλατιού του Μπάκιγχαμ το 1997 και να δακρύζει στην κηδεία της αδελφής της το 2002. Αυτές οι εικόνες την έκαναν να φαίνεται πιο ανθρώπινη και συμπαθητική.
Δύο από τους σπουδαιότερους (και πιο επιτυχημένους εμπορικά) καλλιτέχνες του 20ού αιώνα ασχολήθηκαν και οι δύο με τα πορτρέτα της βασίλισσας, αλλά με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Το 1967, ο Gerhard Richter δημιούργησε μια ελαιογραφία βασισμένη σε μια δημοσιευμένη φωτογραφία. (Ένα χρόνο νωρίτερα, την είχε αποτυπώσει σε μια λιθογραφία).
Ο Γερμανός καλλιτέχνης την αποτύπωσε με έναν πολύ δικό του τρόπο, η εικόνα ήταν ελαφρώς θολή, και τα χρώματα και τα χαρακτηριστικά της υπερτονισμένα. Η βασίλισσα μοιάζει εξωπραγματική, για να μην πούμε σουρεαλιστική. Είναι ακόμα αναγνωρίσιμη βέβαια, αλλά κάπως δεν είναι ο εαυτός της- μοιάζει να νιώθει άβολα, σαν να καταπιέζει ένα νευρικό γέλιο. Δεν είναι σαφές γιατί ο Richter την ζωγράφισε έτσι – δεν έδωσε ποτέ κάποια εξήγηση για αυτό.
Το 2000, ο Lucian Freud άρχισε να ζωγραφίζει τη βασίλισσα. Δεν επρόκειτο για μια παραγγελία με την τυπική έννοια του όρου. Ο πρώην προσωπικός γραμματέας της βασίλισσας (και φίλος του Freud) Robert Fellowes, προσπαθούσε να τον πείσει να την ζωγραφίσει για αρκετά χρόνια. Χρειάστηκαν πολλές διαπραγματεύσεις, αλλά περίπου την εποχή της συνταξιοδότησης του Fellowes στις αρχές του 1999, ο Freud συμφώνησε τελικά να φιλοτεχνήσει ένα πορτρέτο της.
Οι συναντήσεις τους πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα πολλών μηνών, μεταξύ του Μαΐου 2000 και του Δεκεμβρίου 2001. Όταν ξεκίνησαν, ο καλλιτέχνης ήταν 77 ετών και η βασίλισσα 74 ετών. Το αποτέλεσμα, ζωγραφισμένο με βαριά και παστώδη υφή, ήταν μικροσκοπικό (μόλις 9 επί 6 ίντσες) και αναμενόμενα αμφιλεγόμενο. Η ζωγραφική εγκληματολογική ματιά του Freud ήταν αμείλικτη.
Ο Freud είχε ζητήσει να φορέσει το διαμαντένιο στέμμα, όπως φαίνεται σε ορισμένες από τις φωτογραφίες του Wilding. Το στέμμα φοριέται υπό ελαφρά γωνία. Είναι σκεπτόμενη, λίγο σκυθρωπή, λίγο κουρασμένη ίσως. Έχει δει και έχει περάσει πολλά. Ο πίνακας ήταν -όπως επεσήμαναν πολλές εφημερίδες- μη κολακευτικός, ο αντίποδας του ονειρικού πορτρέτου του Annigoni της δεκαετίας του 1950. Ο Freud έκανε δώρο τον πίνακα στη Βασιλική Συλλογή. Η βασίλισσα δεν τον σχολίασε ποτέ δημοσίως.
Μήπως άρεσε στον πρίγκηπα Φίλιππο; Μάλλον όχι. Ως ερασιτέχνης ζωγράφος ο ίδιος, ήξερε ακριβώς τι του άρεσε. Η ιδιωτική του συλλογή περιλαμβάνει έναν πίνακα της Βασίλισσας έφιππη στην τελετή Trooping the Color. Την ζωγράφισε ο φίλος του, ο μεταϊμπρεσιονιστής Άγγλος καλλιτέχνης και ευνοούμενος της βασιλικής οικογένειας, Edward Seago. Με τη στολή της φρουράς των Γρεναδιέρων (λευκό καπέλο με φτερά και κόκκινο παλτό), η βασίλισσα φαινόταν απλά και υπέροχη και μεγαλειώδης.