Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 η performance art της Marina Abramovic εξερευνά ενδελεχώς την σχέση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού, σε μια προσπάθεια να «ελευθερωθούν» και οι δύο, ενώ δεν φοβάται την προσωπική έκθεσή της χωρίς όρια σε κινδύνους χάριν της τέχνης που εκπροσωπεί.
H Abramovic κλείνει σήμερα τα 77 της χρόνια και εμείς θυμόμαστε όλους εκείνους τους λόγους που την κατέστησαν σημαντική, αλλά και αμφιλεγόμενη.
Η Αμπράμοβιτς γεννήθηκε στο Βελιγράδι στις 30 Νοεμβρίου του 1946. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ζάγκρεμπ το 1972 και από το 1973 έως και το 1975, δίδασκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Νόβι Σαντ, όπου και έκανε τις πρώτες σόλο παραστάσεις της.
Το 1971 παντρεύτηκε τον Σέρβο καλλιτέχνη Νέσα Παρίποβιτς (Nesa Paripovic), με τον οποίο και χώρισε το 1976, και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη Γιουγκοσλαβία και μετακόμισε στο Άμστερνταμ.
Στο Άμστερνταμ γνώρισε το Δυτικογερμανό καλλιτέχνη Uwe Laysiepen, γνωστότερο ως Ulay (Ουλάι), με τον οποίο συνεργάστηκαν για περίπου μια δεκαετία σχηματίζοντας ένα καλλιτεχνικό δίδυμο, όπου, άνδρας και γυναίκα είναι δύο κοσμικά όντα τα οποία ενωμένα δημιουργούν ένα «ερμαφρόδιτο εγώ», συμπεριφερόμενοι ως «ένα σώμα με δύο κεφάλια».
Το ζευγάρι έγινε γνωστό για την προσπάθεια του να χαρτογραφήσει τα όρια της αγάπης και της συμβίωσης μέσω της ζωντανής αναπαράστασης, προσπαθώντας παράλληλα να τοποθετήσει την περφόρμανς ως τέχνη ισάξια με τις υπόλοιπες. Στις παραστάσεις τους, μελετούσαν ακραίες καταστάσεις και τις σχέσεις των σωμάτων τους με το χώρο.
Κάποια στιγμή οι δύο καλλιτέχνες ήταν δύσκολο να ζουν μαζί, με αποτέλεσμα, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα 12 ετών, να αποφασίζουν το τέλος της σχέσης τους. «Το Μεγάλο Περπάτημα» ήταν μια από τις πιο γνωστές τους παραστάσεις, αλλά και ταυτόχρονα η τελευταία τους (1988), όταν οι δύο τους αποφάσισαν να διασχίσουν το Σινικό Τείχος, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετικές άκρες μέχρι να συναντηθούν κάπου στη μέση.
Το προετοίμαζαν οκτώ χρόνια, όσο χρειάστηκε να βγουν όλες οι απαραίτητες άδειες από τις κινεζικές αρχές. Το αρχικό πλάνο, ήταν να διασχίσουν από τις δύο άκρες το τείχος, να βρεθούνε στη μέση και να παντρευτούνε. Αλλά μετά τα οκτώ χρόνια που χρειάστηκαν, η σχέση τους είχε ατονήσει.
«Αυτό το περπάτημα μετατράπηκε σε ένα πλήρες προσωπικό δράμα. Ο Ουλάι ξεκίνησε από την έρημο Γκόμπι (άντρας – φωτιά) κι εγώ από την Κίτρινη Θάλασσα (γυναίκα, στοιχείο νερού). Αφού περπατήσαμε ο καθένας μας 2.500 χιλιόμετρα, συναντηθήκαμε στη μέση και είπαμε ένας στον άλλον το τελευταίο αντίο», είπε η Μαρίνα προσθέτοντας ότι «Χρειαζόμασταν μια συγκεκριμένη μορφή του τέλους. Μετά από αυτή την τεράστια απόσταση που περπατήσαμε ο ένας προς τον άλλον, αυτό το τέλος ήταν πιο δραματικό, πιο πολύ έμοιαζε με φιλμ, γιατί στο τέλος είσαι πραγματικά μόνος, ό,τι και να κάνεις».
Τελευταία δημόσια συνάντηση της Αμπράμοβιτς με τον Ουλάι ήταν το 2010 κατά τη διάρκεια της έκθεσής της στο μουσείο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης. Όπως έγινε φανερό, η καλλιτέχνιδα δεν γνώριζε ότι ο Ουλάι παρεβρισκόταν στο χώρο, με σκοπό να τη συναντήσει μετά από 22 χρόνια.
Οι πιο σημαντικές performances της Abramovic
Ρυθμός (Rhythm) 10, 1973
Στην πρώτη της παράσταση η Αμπράμοβιτς ερευνά τα στοιχεία της τελετουργίας και χειρονομίας. Κάνοντας λοιπόν χρήση των 20 μαχαιριών και 2 μαγνητόφωνων, η Αμπράμοβιτς έπαιζε το Ρώσικο παιχνίδι στο οποίο κτυπά το μαχαίρι με ρυθμικές κινήσεις ανάμεσα στα δάκτυλα του χεριού της. Κάθε φορά που η καλλιτέχνης έκοβε τον εαυτό της με το μαχαίρι, άλλαζε μαχαίρι, επιλέγοντας ένα καινούργιο από τα 20 που ήδη είχε και έτσι επαναλάμβανε την διαδικασία καθώς κάμερες κατέγραφαν τα όσα συνέβαιναν. Μετά από την εικοστή κοπή της, η Μαρίνα έβαζε την κασέτα που κατέγραφε να παίζει και την έβλεπε. Άκουγε τους ήχους και προσπαθούσε να επαναλάβει τις ίδιες κινήσεις ούτως ώστε να κάνει το ίδιο «λάθος». Ο σκοπός της ήταν να ενώσει το παρελθόν με το παρόν. Ήθελε να ανακαλύψει τα φυσικά και ψυχικά όρια του σώματος. Ο πόνος και οι ήχοι από τα μαχαιρώματα, οι ήχοι από την ιστορία και την αναπαραγωγή. Με αυτή την παράσταση η Αμπράμοβιτς άρχισε να εξετάσει την συνειδησιακή κατάσταση του καλλιτέχνη. “Όταν αρχίσεις να κάνεις αυτή την παράσταση, ωθείς το σώμα σου να κάνει πράγματα τα οποία δεν θα έκανε υπό κανονικές συνθήκες”.
Ρυθμός (Rhythm) 5, 1974
Η Αμπράμοβιτς αποφάσισε να προκαλέσει ξανά πόνο στο σώμα της, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας ένα φλεγόμενο αστέρι (το έβαλε σε πετρέλαιο), με το οποίο η καλλιτέχνης άναψε φωτιά κατά την έναρξη της παράστασης. Στεκόταν έξω από το αστέρι στην αρχή, καθώς έκοβε τα νύχια των χεριών και των ποδιών της καθώς και τα μαλλιά της. Όταν τελείωσε έριχνε τα κομμάτια στη φωτιά δημιουργώντας έτσι μια έκρηξη φωτός κάθε φορά. Καίγοντας έτσι το κομμουνιστικό πεντάκτινο αστέρι που αντιπροσώπευε την σωματική και ψυχική κάθαρση, ενώ απευθυνόταν στις πολιτικές παραδόσεις του παρελθόντος. Στο τέλος της πράξης, η Αμπράμοβιτς πήδηξε ανάμεσα στις φλόγες, ωθώντας τον εαυτό της στο κέντρο του μεγάλου αστεριού. Λόγω της φωτιάς και του πολύ καπνού της φωτιάς, το ακροατήριο δεν παρατήρησε ότι η καλλιτέχνης έχασε τις αισθήσεις της από την έλλειψη οξυγόνου. Ορισμένα μέλη του κοινού αφού συνειδητοποίησαν τι έγινε, έσπευσαν να βοηθήσουν, καθώς και ένας γιατρός. Η Αμπράβοτιτς αργότερα δήλωσε για την εμπειρία της αυτή «Είμαι πολύ θυμωμένη γιατί κατάλαβα ότι υπάρχει φυσικό όριο. Όταν χάνεις τις αισθήσεις σου δεν μπορείς να είσαι παρών, δεν μπορείς να εκτελέσεις».
Ρυθμός (Rhythm) 2, 1974
Ως ένα πείραμα για να διαπιστώσει εάν μια κατάσταση απώλειας των αισθήσεων, θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε μια παράσταση, η Αμπράμοβιτς επινόησε μια παράσταση με δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, πήρε ένα χάπι που συνταγογραφείται για κατατονία, μια κατάσταση στην οποία οι μυς ενός ατόμου παραμένουν ακίνητοι σε μια ενιαία θέση για ώρες. Όντας εντελώς υγιής, το σώμα της Αμπράμοβιτς αντέδρασε βίαια στο φάρμακο, κάνοντας κρίσεις και ανεξέλεγκτες κινήσεις για το πρώτο μισό της παράστασης. Αν και δεν είχε τον έλεγχο του σώματός της, το μυαλό της ήταν διαυγές και καταλάβαινε τι γινόταν. Δέκα λεπτά μετά τις επιδράσεις του πρώτου φάρμακου, η καλλιτέχνης παίρνει άλλο χάπι. Αυτή τη φορά φάρμακο που δίνεται σε επιθετικά και καταθλιπτικά άτομα, κάτι που την οδήγησε σε πλήρη ακινησία. Σωματικά ήταν παρούσα, αλλά διανοητικά τα είχε εντελώς χαμένα (Δεν είχε αίσθηση του χρόνου). Το έργο αυτό ήταν μια πρώτη γεύση από τις εξερευνήσεις της για τις συνδέσεις μεταξύ του σώματος με του μυαλού. Ακολουθώντας τον Ρυθμό (Rhythm) 2, ανέπτυξε το υπόλοιπο της σειράς των έργων ‘Ρυθμός’, συνεχίζοντας να δοκιμάζει της αντοχές της.
Ρυθμός (Rhythm) 0, 1974
Για να δοκιμάσει τα όρια της σχέσης μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού, η Μαρίνα δημιούργησε μια από τις πιο εντυπωσιακές και πιο γνωστές της παραστάσεις. Η ίδια είχε παθητικό ρόλο, ενώ το κοινό θα είχε τη δύναμη που θα ενεργεί πάνω της. Η Αμπράμοβιτς είχε τοποθετήσει σε ένα τραπέζι 72 αντικείμενα που οι άνθρωποι θα είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν (ένα σημάδι τους ενημέρωνε), με όποιο τρόπο θέλουν. Κάποια από τα αντικείμενα μπορούσαν να της προκαλέσουν ευχαρίστηση, ενώ κάποια άλλα πόνο ή και να την βλάψουν. Ανάμεσα σ’ αυτά ένα τριαντάφυλλο, ένα φτερό, μέλι, ένα μαστίγιο, ψαλίδι, ένα νυστέρι, ένα πιστόλι και μια μόνο σφαίρα. Για έξι ώρες η καλλιτέχνης επέτρεψε στο κοινό να χειρίζεται το σώμα της. Αρχικά τα μέλη του ακροατηρίου αντέδρασαν με επιφύλαξη και σεμνότητα, αλλά όσο περνούσε ο χρόνος (και η καλλιτέχνης παρέμενε απαθής), το κοινό άρχισε να δρα πιο επιθετικά. Όπως η Αμπράμοβιτς περιέγραψε αργότερα «Αυτό που έμαθα από αυτό, είναι ότι αν αφήσεις το κοινό, μπορούν να σας σκοτώσουν. Ένιωσα πραγματικά ότι παραβιαζόμουν. Μου έκοψαν τα ρούχα, κόλλησαν αγκάθια τριαντάφυλλου στο στομάχι μου, ένα άτομο είχε το όπλο στραμμένο στο κεφάλι μου και κάποιος άλλος του το πήρε. Δημιουργήθηκε μια επιθετική ατμόσφαιρα. Μετά από έξι ώρες ακριβώς, όπως είχε προγραμματιστεί, σηκώθηκα και άρχισα να περπατώ ανάμεσα στο κοινό. Όλοι έτρεχαν μακριά, για να ξεφύγουν από μια πραγματική αντιμετώπιση.»
Balkan Baroque, 1997
Στην περίφημη Μπιενάλε της Βενετίας το 1997, έπρεπε να αντιπροσωπεύει την γενέθλια χώρα της, αλλά οι αρχές δεν τα βρήκανε μεταξύ τους σχετικά με την χρηματοδότηση και έτσι το σέρβικο περίπτερο δόθηκε σε κάποιον άλλον καλλιτέχνη. Όμως, οι Ιταλοί ήθελαν πάση θυσία τη συμμετοχή της και της έδωσαν ξεχωριστό χώρο, εκτός διαγωνισμού, όπου παρουσίασε την περίφημη «Balkan Baroque». Η περφόρμανς αυτή είχε δύο επίπεδα: στο πρώτο καθόταν πάνω σ’ ένα λόφο από ματωμένα κοκάλα, ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα όπου τα καθάριζε και τα ξέπλενε από τα αίματα, όλη την ώρα κλαίγοντας και θρηνώντας για την κατάρα και τη μοίρα των Βαλκανίων, προσπαθώντας με ένα συμβολικό τρόπο, να ξεπλύνει και να καθαρίσει την αιματηρή ιστορία και τις αμαρτίες των προγόνων της. Το άλλο σκέλος, αποτελούνταν από βιντεοεικόνες που σκηνοθέτησε με κομπάρσους ντυμένους με σερβικές παραδοσιακές στολές, με τα εκτεθειμένα σεξουαλικά τους όργανα. Επί τέσσερα χρόνια περιόδευε με αυτή την περφόρμανς. «Μου πήρε άλλα τέσσερα χρόνια να απαλλαγώ από τη μυρωδιά», ομολογεί.
Η Καλλιτέχνης είναι εδώ (THE ARTIST IS PRESENT)
Από 14 Μαρτίου έως 31 Μαΐου 2010 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) φιλοξένησε την πρώτη αναδρομική έκθεση των προσωπικών της περφόρμανς με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαρίνα Αμπράμοβιτς: Η Καλλιτέχνης Είναι Εδώ», τη μεγαλύτερη που είχε μέχρι τότε διοργανώσει το μουσείο της Νέας Υόρκης πάνω στην performance art. Η Αμπράμοβιτς καθόταν για όσες ώρες ήταν ανοιχτό το μουσείο σιωπηλή και ακίνητη πίσω από ένα τραπέζι στο αίθριο του μουσείου, χωρίς να έχει το δικαίωμα να πιει, να φάει ή να πάει στην τουαλέτα. Το κοινό μπορούσε να καθίσει απέναντί της όσο επιθυμούσε και να κάνει ό, τι θέλει. Άλλοι συγκινήθηκαν, άλλοι παρέμειναν απαθείς, οι περισσότεροι έβαλαν τα κλάματα αποκαλύπτοντας την ευαισθησία τους δημόσια και χωρίς ντροπή και χάθηκαν στο βλέμμα της, για να γίνει ο καθρέφτης των συναισθημάτων τους. «Είμαι πολύ δεκτική στην ενέργεια που εκπέμπουν οι άλλοι κι αυτό που με συγκλόνισε ήταν ο απέραντος πόνος που διάβασα στα μάτια των ανθρώπων».
NEON+MAI | As One, 2016
Το 2016 ο Οργανισμού Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ σε συνεργασία με το Marina Abramović Institute (MAI) παρουσίασαν στο Μουσείο Μπενάκη, το AS ONE τη μεγαλύτερη διοργάνωση για το performance στην Ελλάδα και μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη συμβάλλοντας στην εξοικείωση και την του ευρύτερου κοινού με αυτή τη μορφή σύγχρονης τέχνης. Παράλληλα, το πρόγραμμα ανέδειξε μια νέα γενιά καλλιτεχνών performance στην Ελλάδα. Για διάστημα 7 εβδομάδων το AS ONE παρουσίασε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα performance από νέους Ελληνες αλλά και ξένους καλλιτέχνες, διαλέξεις, φιλμς και εργαστήρια, τη Μέθοδο Abramović και την Μηχανή Αμοιβαίων Κυμάτων.
Μικροί μισθοί, παράνομες συμβάσεις: Καλλιτέχνες εναντίον Marina Abramovic
Μια προσωπικότητα του διαμετρήματος της Abramovic όπως είναι λογικό, συνδυάζει και πολλά αμφιλεγόμενα στοιχεία. Κάπως έτσι, το 2018, έγινε ένας σχετικός χαμός λίγες μέρες πριν από την επίσημη έναρξη της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης «The Cleaner» προς τιμήν της Αμπράμοβιτς στο Παλάτσο Στρότσι της Φλωρεντίας.
Για ένα «απόλυτο χάος» έκαναν τότε λόγο ιταλικά δημοσιεύματα σχετικά με την μεγάλη αναδρομική έκθεση καθώς περίπου 35 καλλιτέχνες που βρίσκονταν από την αρχή στις επάλξεις της ρετσοσπεκτιβας και προετοιμάζονταν μαζί με την ίδια την Σέρβα καλλιτέχνιδα, κατάγγειλλαν πως το Ίδρυμα Στρότσι αποφάσισε να μειώσει αιφνιδιαστικά τον αριθμό των ατόμων που τελικά θα συμμετέχουν στην έναρξη, «κόβοντας» πολλούς εξ’ αυτών.
Επίσης, υποστήριξαν πως οι συμβάσεις που υπέγραψαν είναι παράνομες, ενώ κι οι μισθοί που ελάμβαναν εδώ και πολύ καιρό ήταν πιο χαμηλοί και από… ελεημοσύνη, καθώς, όπως έλεγαν, τους έφταναν ισα ισα για να «αγοράσουν ένα κομμάτι πίτσας για μεσημεριανό μαζί με μια μπύρα».
Οι 35 καλλιτέχνες – χορεύτριες και ηθοποιοί από όλο τον κόσμο – θα εξασκούνταν στην περίφημη μέθοδο Αμπράμοβιτς, που περιλαμβάνει μια σειρά ασκήσεων που είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να ενισχύσουν την κατανόηση τους σχετικά με το πώς θα βιώσει ο καθείς εξ’ αυτών την παράσταση στην οποία θα συμμετάσχουν.
Όπως σημείωναν τότε τα ιταλικά ΜΜΕ, «επικρατούσε τόση σύγχυση, ώστε μόλις στα τέλη Αυγούστου [του 2018] κατάφεραν οι 35 καλλιτέχνες να βγάλουν μια στοιχειώδη άκρη σχετικά με το ύψος των μισθών τους, το ωράριο εργασίας τους, ακόμη και λεπτομέρειες όπως την πιθανότητα παροχής ημερήσιας αποζημίωσης ή τα μεταφορικά τους προς κι από την Φλωρεντία».
Για παράδειγμα, για την συμμετοχή καθενός καλλιτέχνη στο «Luminosity», στην οποία η Αμπράμοβιτς καθόταν για 30 λεπτά γυμνή πάνω σε ένα κάθισμα μέσα σε μια φωτεινή πλατεία, η προτεινόμενη πληρωμή ήταν 25 ευρώ. Και για την συμμετοχή τους στο «Cleaning the Mirror», όπου ο γυμνός καλλιτέχνης έπρεπε να καθαρίσει έναν ανθρώπινο σκελετό για τέσσερις ώρες, η αμοιβή ήταν 72 ευρώ.
Κατά συνέπεια, κάθε καλλιτέχνης θα έφτανε να έχει λαμβάνειν έναν μισθό της τάξεως των 500-600 ευρώ το μήνα, χωρίς ωστόσο να είχε την ευκαιρία να εργαστεί σε άλλα έργα, δεδομένης της δεσμευτικής συμφωνίας που είχε υπογράψει εκ των προτέρων με την Αμπράμοβιτς.
«Γελοίες αμοιβές», σχολίαζαν τότε σχετικά οι καλλιτέχνες, απαιτώντας από το Ίδρυμα και την ίδια την Αμπράμοβιτς να δεσμευτεί ότι το μηνιαίο καθαρό ποσό για κάθε ερμηνευτή θα έφτανε τα 1.000 ευρώ, που είναι το ελάχιστο προκειμένου ο κάθε καλλιτέχνης να μπορεί να πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού που έχει νοικιάσει στη Φλωρεντία.
Μέχρι που ήρθε η ανακοίνωση του ιδρύματος να ρίξει την ταφόπλακα στις όποιες επιδιώξεις τους.
«Η ευκαιρία να μας κληροδοτηθεί η καλλιτεχνική εμπειρία της Μαρίνας Αμπράμοβιτς είναι ανυπολόγιστη, γι ‘αυτό και ζητήσαμε τον κατώτατο μισθό. Αλλά είμαστε όλοι επαγγελματίες, αυτή είναι η δουλειά μας και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει σεβαστό. Αλλά σίγουρα αυτό δεν είναι το ιδανικό κλίμα που θα περίμενε κανείς για μια τέτοια καλλιτεχνική εμπειρία, δεδομένης της διεθνούς εμβέλειας του έργου και της συμμετοχής σε αυτήν ενός ιδρύματος με αποστολή να διαδίδει την τέχνη και τον πολιτισμό», ήταν τότε η σιβυλλική απάντηση των 35 καλλιτεχνών, οι οποίοι τα «έσπασαν» άπαξ και δια παντός με την Αμπράμοβιτς.