Εχουμε εδώ και λίγες ώρες «λευκό καπνό» για το νέο Μουσείο της πόλης των Αθηνών στην Ακαδημία Πλάτωνος, το οποίο διακρίθηκε στον ανοιχτό Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό, και θα αποτελεί το πρώτο «πράσινο» Μουσείο της χώρας, ενταγμένο με τη ζωή μίας από τις πιο εμβληματικές γειτονιές της πόλης.
Η Ακαδημία Πλάτωνος θεωρήθηκε κατάλληλος χώρος για την ανέγερση του Μουσείου, ως ένας τόπος πνευματικής ακτινοβολίας, στον οποίο από τη δεκαετία του ‘30 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες απαλλοτριώσεις από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Αριστόφρωνα και το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργεία Πολιτισμού και Περιβάλλοντος).
Το κτίριο που θα στεγάσει το «πράσινο» Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης των Αθηνών θα εκτείνεται σε 14.362 τ.μ. (συμπεριλαμβανομένων 700 τ.μ. για το Διεθνές Κοινό των Ακαδημιών) αντί για 30.000 τ.μ. που προέβλεπαν οι όροι δόμησης του σχετικού ΦΕΚ (μειωμένα τετραγωνικά σε ποσοστό άνω του 50%).
Η μέγιστη επιτρεπόμενη κάλυψη προκύπτει κατά 20% μικρότερη από ό,τι όριζε το ΦΕΚ (ποσοστό 50% αντί 70%) και το ύψος του κτιρίου θα ανέρχεται στα 10,5 μ., μειωμένο κατά 7,5 μ. από ό,τι όριζε το ΦΕΚ. Ο χώρος στάθμευσης που θα καλύπτει σύνολο 2.600 τ.μ. θα είναι υπόγειος και όχι υπαίθριος.
Στον περιβάλλοντα χώρο προβλέπεται η κατασκευή ανοιχτού αμφιθεάτρου 500 θέσεων, ενώ εντός του Μουσείου, περιλαμβάνονται οι κτιριακές εγκαταστάσεις του «Διεθνούς Κοινού των Ακαδημιών».
Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, είχε προκηρυχθεί τον περασμένο Αύγουστο από τον Δήμο Αθηναίων μέσω της Εταιρείας «Ανάπλαση Αθήνας» σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και η ομάδα που προκρίθηκε, λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο ήταν αυτή του Αρχιτέκτονα – Μηχανικού, Γεώργιου Τσολάκη.
Τα κυριότερα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη για την αξιολόγηση των προτάσεων ήταν η αρχιτεκτονική προσέγγιση, το πρόγραμμα και οι λειτουργικές απαιτήσεις, η τεχνική προσέγγιση, ο δημόσιος υπαίθριος περιβάλλων χώρος και η χωροθέτηση λειτουργιών στο πλαίσιο του Βιοκλιματικού Σχεδιασμού και της Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Το νέο Μουσείο θα μπορεί να φιλοξενήσει χιλιάδες μοναδικά ευρήματα από τις ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, σε διάφορες περιοχές της Αθήνας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, καθώς και ευρήματα από τις ανασκαφές του Μετρό που σήμερα βρίσκονται ακόμη και σε κοντέινερ.
«Ο σχεδιασμός υποστηρίζει την καινοτομία του συγκεκριμένου μουσείου, καθώς αναδεικνύει την τοπογραφία, την πολεοδομία και τη δημόσια αρχαιολογία, ενσωματώνοντας δημιουργικά τόσο τους άξονες του τοπίου όσο και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης, ενώ ενσωματώνει αρχαιολογικά ευρήματα εντός του χώρου», σημειώνει το designboom, προσθέτοντας: «Η πόλη και το άλσος της Ακαδημίας αλληλεπιδρούν στο κέντρο της τοποθεσίας, δημιουργώντας έναν κόμβο στροβιλιζόμενης κίνησης που λειτουργεί ως “κεντρομόλος και ταυτόχρονα φυγόκεντρος δύναμη” ρευμάτων και δραστηριοτήτων. Η διάταξη δημιουργεί ένα ορθογώνιο κενό στο κέντρο που χωρίζει τον χώρο σε τέσσερα διακριτά φτερά. Οι στέγες υψώνονται από το έδαφος για να σχηματίσουν επικλινείς, προσβάσιμες επιφάνειες που επεκτείνουν την υπάρχουσα φυτεμένη περιοχή του άλσους ενώ παρέχουν άνετες συνθήκες για φυσικό φωτισμό και αερισμό για επισκέπτες και εργαζόμενους».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του έγκριτου αρχιτεκτονικού site, «η καθαρότητα και η ευελιξία των εκθεσιακών χώρων λειτουργούν υπό τη βασική αρχή ότι η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αλλάζει συνεχώς. Η εναλλαγή μεταξύ κλειστών και ανοιχτών χώρων, η δυνατότητα θέασης του εσωτερικού του μουσείου από διαφορετικές οπτικές γωνίες και σε διαφορετικούς βαθμούς, στοχεύουν στη δημιουργία μιας σχέσης οικειότητας μεταξύ του μουσείου και του επισκέπτη που θα κάνει ακόμα και μη επισκέπτες να αισθάνονται άνετα περπατώντας μέσα στο πόρτες του μουσείου ή να μοιράζονται τα μηνύματά του».
Να τονίσουμε, τέλος, ότι επίσης θα υπάρχει και μια υπαίθρια γλυπτοθήκη που θα αναπτύσσεται σε χαμηλότερη στάθμη από το άλσος, συσχετίζοντας τα εκθέματα με τις υπάρχουσες αρχαιολογικές ανασκαφές, ενώ στο νοτιοανατολικό τμήμα μεταφέρονται οι υφιστάμενες αθλητικές δραστηριότητες με αναβαθμισμένες υποδομές, καθώς και ο υπόγειος χώρος στάθμευσης χωρητικότητας περίπου 80 οχημάτων.