Τα Spomenik βρίσκονται διάσπαρτα σε τοποθεσίες που ποικίλουν (μέσα σε δάση, σε κορυφές βουνών, δίπλα σε ακτές) στις χώρες που κάποτε συναποτελούσαν την ενιαία Γιουγκοσλαβία, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 χάθηκε μέσα στις φλόγες ενός τρομακτικού εμφυλίου. Η ευρύτερη γνωστοποίηση των μνημείων άρχισε πολύ αργά, σαν ένα πέπλο να τα έκρυβε από την παγκόσμια κοινότητα, μέσω των φωτογραφιών του Βέλγου Jan Kempenaers. Η συλλογή του από παράξενες εικόνες δεν άργησε να λειτουργήσει σαν σπινθήρας που προξένησε εικασίες και ευφάνταστες ιστορίες για την πραγματική καταγωγή των Spomenik. Η αλήθεια είναι πως οι φωτογραφίες που κατέκλυσαν το διαδίκτυο στέρησαν τα μνημεία από το ιστορικό τους περίγραμμα και την σημασία που είχαν για τη Γιουγκοσλαβία και τον 20ο αιώνα.
Η Γιουγκοσλαβία κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βίωσε την επέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων, η οποία στο ορμητικό της διάβα συνάντησε άφθονους πειθήνιους συνεργάτες και από κοινού χρησιμοποίησαν τα όπλα τους σε ανείπωτες θηριωδίες. Το κρίσιμο ανάχωμα βρέθηκε σε ένα ηρωικό αντιφασιστικό αγώνα, ο οποίος στάθηκε καταλυτικός για την απόκρουση του ναζιστικού στρατού και την απελευθέρωση της χώρας.
Η λήξη του πολέμου, που επιτεύχθηκε μέσα από ποτάμια αίματος, άφησε το αποτύπωμά της στη χώρα καθώς γέννησε την προσπάθεια γεφύρωσης των αδελφοκτόνων ερίδων και την ανάδειξη της επανάστασης του Τίτο ως υπέρβαση τους. Τα Spomenik, δημιουργημένα κατά κύριο λόγο από τη δεκαετία του ΄60, ήταν έργα με πολύσημο χαρακτήρα: δεν ήταν μόνο οι αναμνήσεις του πολέμου, οι οποίες έπρεπε να καταχωρηθούν στον δημόσιο χώρο ήταν ταυτόχρονα και το όραμα της ενωμένης χώρας που έπρεπε να αφήσει πίσω τις διχαστικές μνήμες των δωσίλογων και των εθνών που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.
Το όραμα της επανάστασης που επαγγέλθηκε ο Τίτο όφειλε να προασπιστεί τόσο στη σύγχρονη κοινωνία όσο και στις μέλλουσες, οι οποίες δεν θα γνώριζαν ποτέ τη φρίκη του πολέμου, ώστε τα Spomenik να λειτουργούν σαν διαρκή υπόμνηση. Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο τα μεγαλύτερα εξ αυτών υλοποιήθηκαν υπό κρατική επίβλεψη, τα περισσότερα υπήρξαν δημιουργήματα των περιφερειών της χώρας που ήθελαν να συσφίξουν τους σοσιαλιστικούς τους δεσμούς.
Ο αφηρημένος χαρακτήρας των περισσότερων (αλλά όχι όλων) έργων προσπαθούσε αφενός να δημιουργήσει μια τεχνική που δεν είχε τοπικά γνωρίσματα και αγκάλιαζε τον μινιμαλισμό, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, τον μπρουταλισμό και άλλες τεχνοτροπίες. Αφετέρου, ανεξαρτητοποιούνταν από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό υπογραμμίζοντας εμφατικά την απομάκρυνση του Τίτο από το Ανατολικό μπλοκ και τον Σταλινισμό : τόσο πολιτικά όσο και αισθητικά. Τα Spomenik είναι μνημεία που αποτυπώνουν τη βάσανο της ναζιστικής παρουσίας στη χώρα και του πόνου που προκάλεσαν. Συνάμα είναι έργα που θέλουν να τιμήσουν όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία της χώρας βάζοντας τη ζωή τους σε δεύτερο πλάνο. Είναι μνημεία που αντλούσαν έμπνευση από το μελαγχολικό παρελθόν της χώρας και της ηπείρου συνολικότερα και τα δεινά που κυοφόρησαν και αποσκοπούσαν να κοιτάξουν προς το μέλλον, ένα οικουμενικό μέλλον, απαλλαγμένο από πολέμους όπως το υποσχόταν ο σοσιαλισμός του Τίτο. Είναι έργα που αποτυπώνουν τη διαλεκτική του εικοστού αιώνα: οι συντελεσμένες τραγωδίες με τις ελπίδες υπέρβασής τους.
Η ταινία the Last and First Men του 2020 περιδιαβαίνει, με αλλεπάλληλες ασπρόμαυρες εικόνες, στα Spomeniks. Μια ανάγνωσή της είναι πως αφορά ένα μέλλον που ακυρώθηκε και η απουσία του στοιχειώνει το παρόν. Άλλωστε, η ίδια ταινία είναι στοιχειωμένη από το χαμό του δημιουργού της, Jóhann Jóhannsson, η μουσική του οποίου επικυρώνει μια παρουσία που δεν υπάρχει παρά σαν φάντασμα. Τα Spomenik είναι μάλλον αυτό: ένα φάντασμα από τα οράματα και τις αποτυχίες του Εικοστού αιώνα.