Όσοι έχουν πάει στη Βαρκελώνη ξέρουν.

Όσοι έχουν επισκεφτεί για αρκετές ημέρες την πρωτεύουσα της Καταλονίας, γνωρίζουν.

Όσοι έχουν περιδιαβεί προσεκτικά και εξονυχιστικά στην ισπανική πόλη, έχουν συνειδητοποιήσει και εμπεδώσει με τον πλέον σαφή τρόπο για ποιο λόγο τα έργα και τα κτίρια του δημοφιλέστερου Ισπανού αρχιτέκτονα όλων των εποχών υπερέβησαν τον χρόνο, τα αρχιτεκτονικά στυλ και την ιστορική περίοδο κατά την οποία δημιουργήθηκαν.

Ο Antoni Gaudí γεννήθηκε το 1852 σε ένα χωριό έξω από την Ταραγόνα της Ισπανίας και καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του υπέφερε από αρθρίτιδα, η οποία τον εμπόδιζε από το να πηγαίνει καθημερινά στο σχολείο. Αντ’ αυτού, ο μικρός Antoni περνούσε τις ώρες του στο σπίτι του παππού του παρατηρώντας την φύση σε όλες της τις εκφάνσεις. Στο σχολείο αρίστευσε στη Γεωμετρία, στη Μουσική και στα Αρχαία Ελληνικά, τα οποία μιλούσε σχεδόν άπταιστα. Όταν όμως έβγαινε από την σχολική αίθουσα το βλέμμα του πήγαινε αυτομάτως στον ουρανό, όπου και κατέγραφε στο θυμικό του τους διάφορους σχηματισμούς των σύννεφων.

Βαθιά θρησκευόμενος, λάτρευε την Φύση με τον ίδιο τρόπο που την προσέγγιζε κι ο -αγαπημένος του- Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης: «Αν Φύση είναι το έργο του Θεού και οι αρχιτεκτονικές μορφές πηγάζουν από την Φύση, τότε το έργο του Θεού συνεχίζεται διαμέσου των Αρχιτεκτόνων». Έκτοτε έβαλε στόχο της ζωής του να αποτελέσει έναν άξιο συνεχιστή του έργου του Δημιουργού του.

gaudi
Kτίρια της Passeig de Gracia | Φωτ.: Clodio

Ο Gaudí μπήκε στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης το 1869, η οικονομική στενότητα της εποχής όμως τον ανάγκασε να δουλεύει ως βοηθός σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία της πόλης ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει στα έξοδα του ενοικίου του. Η θητεία του δίπλα στον διάσημο τότε αρχιτέκτονα Χοσέ Μέστρες, κατασκευαστή του Πάρκου της Θιουταντέλα στην Βαρκελώνη, τον όπλισε με γνώσεις αλλά κυρίως του άλλαξε την αντίληψη που είχε σχετικά με τον ρόλο της Φύσης στην Αρχιτεκτονική.

Ενώ λοιπόν παλιότερα πρέσβευε την άποψη ότι η Φύση από μόνη της είναι ένα έργο τέχνης, διακοσμημένο με πολλά στολίδια (σύμφωνα με τον στίχο «Το Στολίδι είναι η Απαρχή της Αρχιτεκτονικής» του αγαπημένου του Άγγλου ποιητή Τζον Ράσκιν), πλέον ήταν πεπεισμένος ότι η Φύση και τα δημιουργήματα της εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο λειτουργικό σκοπό. Για παράδειγμα, τα χρώματα των λουλουδιών και τα αρώματα που αυτά αναδίνουν, δεν χρησιμεύουν ως έμπνευση για τους απανταχού ποιητές, αλλά για να προσελκύουν τα έντομα και να διευκολύνουν την φυτική αναπαραγωγή.

To σπίτι Mila, ή Pedrera, διάσημο κτίριο του Gaudí κατά μήκος της Paseig de Gracia. | Φωτ.: Clodio

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν απλό: όταν ο αρχιτέκτονας προσανατολιστεί στην λειτουργικότητα του έργου του, μόνο τότε θα κατορθώσει να φτάσει στην πραγματική ομορφιά. Αν αντιθέτως, προτιμήσει να αναζητήσει σε αυτό πρωτίστως την καλαισθησία, θα καταλήξει σε αφηρημένες ιδέες περί θεώρησης της Τέχνης και τελικά ο στόχος του δεν θα επιτευχθεί. Η άποψη του ότι οι μορφές και τα σχήματα μέσα στην Φύση εμπεριέχουν μέσα τους σοφία μεγαλύτερη απ’ ότι όλα τα βιβλία Ιστορίας Τέχνης μαζί, τον έκανε να λέει συχνά ότι «τα δέντρα απέναντι από το παράθυρο μου είναι τα αγαπημένα μου βιβλία αρχιτεκτονικής».

Πήρε το πτυχίο του στις 15 Μαρτίου 1878 και αμέσως το δημοτικό συμβούλιο της Βαρκελώνης του ανέθεσε να σχεδιάσει δυο φανάρια που θα χρησιμοποιούνταν στον φωτισμό των δρόμων της πόλης. Ο νεαρός έκανε γρήγορα «όνομα» ανάμεσα στους συνομήλικους τους αρχιτέκτονες και σε συνδυασμό με την συνήθεια του να ντύνεται με ακριβά ρούχα, κατάφερε και απέκτησε πρόσβαση σε όλα τα μεγάλα σαλόνια της Βαρκελώνης, συναναστρεφόμενος προσωπικότητες της πόλης και κάνοντας χρήσιμες γνωριμίες.

Μια εξ αυτών αποτέλεσε και τον σημαντικότερο σταθμό στην καριέρα του: ο δον Eusebi Güell έχοντας δει τα έργα του νεαρού σχεδιαστή στην Διεθνή Έκθεση των Παρισίων, ζήτησε να γνωρίσει τον Gaudí. Ήταν η αρχή μιας σχέσης που κράτησε μέχρι τον θάνατο του Γκιουέλ το 1918 και η σαραντάχρονη φιλία τους έδωσε την ευκαιρία στον Antoni Gaudí να υλοποιήσει πολλά από τα σχέδια που είχε κατά νου, επικουρούμενος από το περιβάλλον απόλυτης καλλιτεχνικής ελευθερίας που του είχε εκχωρήσει ο Güell.

Kτίριο της Passeig de Gracia | Φωτ.: Clodio

Σε μια ερώτηση του δον Εουσέμπιο για ποιο λόγο επέλεξε να μείνει στην Βαρκελώνη αντί να δουλέψει σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, όπου θα του δίνονταν πολλές περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες, ο Gaudi απάντησε «Η Μεσόγειος είναι το ιδανικό μέρος για την γέννηση μεγάλων έργων τέχνης γιατί εδώ το φως του ήλιου πέφτει από τις 45 μοίρες και φωτίζει άψογα κάθε αντικείμενο, κρύβοντας κάθε του στρεβλότητα».

Κατά τον Gaudí, οι Μεσογειακοί άνθρωποι είχαν συνθετική σκέψη, σε αντίθεση με τους Βορειοευρωπαίους, οι οποίοι είναι πιο αναλυτικοί. Και ενώ η αναλυτικότητα είναι χρήσιμη για την κατανόηση των μυστικών της Φύσης, η καλλιτεχνική έμπνευση και δημιουργία απαιτεί συνθετικό μυαλό.

Το έργο του μπορεί να ενταχθεί σε τρεις περιόδους: την περίοδο κατά την οποία αυτό παρουσιάζει επιρροές από την Ανατολική αρχιτεκτονική (1883-1888), την Νέο-γοτθική του περίοδο (1888-1909) κι ενδιάμεσα την απόλυτα Νατουραλιστική του περίοδο, η οποία ξεκίνησε από το 1895 και κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1910. Κατά την Ανατολική του περίοδο κατασκεύασε το El Capricho στην πόλη Κομίλιας, ένα κτίριο καλυμμένο εξολοκλήρου με κεραμίδια από γυαλί, το Casa Vicens στην Βαρκελώνη και το σπίτι όπου διέμενε ο Μαικήνας του, το Palacio Guell μαζί με την έκταση που το περιέβαλλε, το Guell Estate.

Σε όλα αυτά τα οικοδομήματα κατάφερε να ενσωματώσει τόσο στοιχεία της Ισπανικής κουλτούρας, όσο και επιρροές από την αρχιτεκτονική της Περσίας, της Ινδίας και της Ιαπωνίας.

Η αμέσως επόμενη φάση της καριέρας του κυριαρχείται από τον Νέο-γοτθισμό. Ο Gaudí πίστευε ότι από όλα τα αρχιτεκτονικά στυλ, το Γοτθικό ήταν αυτό που υμνούσε περισσότερο την Φόρμα, την Σύνθεση κι απέρριπτε τα Αναγεννησιακά έργα, θεωρώντας τους δημιουργούς των περισσότερο έμμισθους διακοσμητές παρά bona fide καλλιτέχνες. Έργα της περιόδου αυτής είναι το Σχολείο του Ιησού και της Μαρίας στην Ταραγκόνα, το Σχολείο Καλογραιών της Τερέζας στην πόλη του Σαν Γκερβάσιο, το Επισκοπικό Παλάτι στην Αστόργα, εξολοκλήρου φτιαγμένο από γρανίτη, το Casa de los Botines στην πόλη του Λεόν και το Bellesguard, ένα μνημείο αφιερωμένο στον Βασιλιά της Ισπανίας.

Ο καθεδρικός της Σαγράδα Φαμίλια. | Φωτ.: Vunav Gallery

Αδιαμφισβήτητα όμως το έργο που καταχώρησε τον Gaudí για πάντα στο Πάνθεον των Μεγάλων Αρχιτεκτόνων ήταν η Σαγράδα Φαμίλια, το σύμβολο της πόλης της Βαρκελώνης κι ένα από τα ελάχιστα ημιτελή αρχιτεκτονικά έργα στον κόσμο σήμερα. Ο Antoni ανέλαβε το σχεδιασμό και την κατασκευή του γιγαντιαίου αυτού καθεδρικού ναού το 1883 και δούλεψε πάνω σε αυτόν επί 43 συναπτά έτη, μέχρι τον Ιούνιο του 1926.

Το Templo Expiatorio de la Sagrada Familia (Εξαγνιστικός Ναός της Ιερής Οικογένειας), όπως είναι το πλήρες όνομα του, δεν ξεκίνησε με σχέδια του ίδιου του Γκαουντί. Στην πορεία όμως ο αρχιτέκτονας που είχε αναλάβει τον σχεδιασμό του (ο οποίος τύγχανε και πρώην δάσκαλος του ίδιου του Γκαουντί) αποχώρησε λόγω έντονων διαφωνιών με τον Επίσκοπο του Ναού και την σκυτάλη πήρε ο Αντονι, ο οποίος οραματιζόταν έναν Καθεδρικό που θα αποτελούσε το σύμβολο της Καθολικής πίστης όλης της Καταλονίας. Σύμφωνα με τα σχέδια του, η κρυπτή του Ναού θα σχημάτιζε έναν Λατινικό Σταυρό, ο οποίος θα περιβαλλόταν από επτά παρεκκλήσια αφιερωμένα στα επτά αμαρτήματα και τα επτά μαρτύρια του Άγιου Ιωσήφ.

Πάνω από αυτά θα υψώνονταν συνολικά 18 πύργοι, ο καθένας εκ των οποίων θα αντιπροσώπευε τους Δώδεκα Αποστόλους, τους Τέσσερις Ευαγγελιστές, την Παρθένο Μαρία και τον Ιησού. Μια Βιβλική παραβολή τον οδήγησε στο να κατασκευάσει τις καμπάνες της Σαγράδα Φαμίλια στη μορφή που παίρνει η άμμος όταν πέφτει από ύψος.

Από το 1888 μέχρι το 1926 ο τελειομανής Gaudi έκανε τέσσερα διαφορετικά σχέδια του Ναού, κατασκεύασε πλαστικά μοντέλα για κάθε ένα από τα μέρη του σε διαφορετικές κλίμακες και μελετούσε νυχθημερόν καθένα από αυτά ακόμη και στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 απέρριπτε οποιαδήποτε δουλειά του προτεινόταν, αφιερώνοντας με τον τρόπο αυτό όλο του το είναι στην ολοκλήρωση του Καθεδρικού Ναού, τον οποίο θεωρούσε το Magnum Opus του.

Κάθε Κυριακή μετά την πρωινή λειτουργία, αναλάμβανε ο ίδιος να ξεναγήσει τους επισκέπτες που συνέρεαν στην Σαγράδα Φαμίλια, εξηγώντας τους με εκλαϊκευμένο τρόπο τις αρχιτεκτονικές του θεωρίες. Ο Antonio δεν άφησε πίσω του κανένα γραπτό σχέδιο ή μοντέλο για τους συνεχιστές που θα ήθελαν να ολοκληρώσουν τον Καθεδρικό. Κάποιοι συνάδελφοι του συνέχισαν την κατασκευή του μέχρι το 1936, οπότε μια φωτιά που ξέσπασε στο εργαστήριο του Γκαουντί, ως αποτέλεσμα των πολεμικών συγκρούσεων του Ισπανικού Εμφυλίου, κατέστρεψε ό,τι είχε μείνει από τις σημειώσεις του. Το 1952 ξεκίνησαν ξανά εργασίες στον ναό, οι οποίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ποτέ τους δεν ολοκληρώνονταν.

Φωτ.: Vunav Gallery

Παράλληλα σχεδόν με τις εργασίες που λάμβαναν χώρα στη Σαγράδα Φαμίλια, ο Γκαουντί μπήκε με τον νέο αιώνα στην πιο παραγωγική περίοδο της ζωής του, όπου έμαθε να σχεδιάζει με τρισδιάστατη προοπτική. Εξοικειώθηκε με νέα υλικά, όπως ξύλο, μέταλλο, πλαστικό, πηλό, σύρμα και εφάρμοσε στην πράξη το αξίωμα του «Αρχιτεκτονική Εμπνευσμένη από την Φύση».

Ανάμεσα στα νατουραλιστικά έργα της περιόδου αυτής ξεχωρίζουν το Casa Calvet, το Guell Cellars, το κελάρι στο Κτήμα του Γκιουέλ και ο Καθεδρικός της Μαγιόρκα. Το Πάρκο Γκιουέλ στα βόρεια προάστια της Βαρκελώνης είναι το απαύγασμα της νατουραλιστικής του έκφρασης. Ξεκίνησε να το κατασκευάζει το 1900 και το ολοκλήρωσε 14 χρόνια μετά ως έναν τεράστιο Κήπο στα πρότυπα των αντίστοιχων αγγλικών. Μέσα στην αχανή έκταση του, ο Γκαουντί έχτισε πολύχρωμα κτίρια σαν τα ζαχαρωτά σπίτια του παραμυθιού του Χάνσελ και της Γκρέτελ, σκάλισε πάνω στον φυσικό βράχο μορφές, ανάμεσα τους και μια Καρυάτιδα, εκμεταλλεύτηκε ακόμη και ένα φυσικό κοίλωμα της γης κάνοντας το σπηλιά. Στην είσοδο του κατασκεύασε μια μεγάλη σκάλα, την κορυφή της οποίας διακόσμησε με το σύμβολο του πάρκου, μια πολύχρωμη σαλαμάνδρα. Σήμερα το Πάρκο Γκιουέλ, στην είσοδο του οποίου βρίσκεται και το σπίτι που έμενε ο Γκαουντί και που σήμερα χρησιμεύει ως Μουσείο, αποτελεί τον δεύτερο πιο δημοφιλή τόπο επίσκεψης των τουριστών στην πόλη μετά την Σαγράδα Φαμίλια.

Ο Αντονι συνέχισε να σχεδιάζει κτίρια και για την πόλη της Βαρκελώνης, όπως το Casa Battlo, που πήρε το όνομα του από τον εύπορο βιομήχανο Γιόζεφ Μπατλό. Στο εσωτερικό του σπιτιού, το οποίο είναι ανοιχτό για το κοινό, μπορεί κανείς να θαυμάσει κάποια από τα έπιπλα που σχεδίασε ο Γκαουντί, καθώς και την Art Nouveau αισθητική που διαπερνάει όλο το οικοδόμημα, το οποίο οι Ισπανοί αποκαλούν Casa delοs Οssos (Σπίτι Των Οστών) εξαιτίας των κοκαλόσχημων μπαλκονιών του.

Η Casa Mila ή Λατομείο στην τοπική διάλεκτο εξαιτίας της πετρώδους κάτοψης του, αποτέλεσε το τελευταίο οίκημα που κατασκεύασε ο Γκαουντί κατόπιν παραγγελίας. Κάποια διαμερίσματα του κατοικούνται ακόμη αλλά αξίζει κάποιος να το επισκεφτεί γιατί στη σοφίτα του υπάρχει έκθεση με κάποια χειρόγραφα, μοντέλα σπιτιών και λοιπά προσωπικά αντικείμενα του αρχιτέκτονα.

Η τελευταία δουλειά που του ανατέθηκε ήταν το 1908, όταν δυο Αμερικανοί επιχειρηματίες τον επισκέφτηκαν στην Βαρκελώνη και του ζήτησαν να σχεδιάσει ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Νέα Υόρκη. Ο Γκαουντί οραματίστηκε ένα κτίριο ύψους 300 μέτρων και άρχισε να κάνει τα πρώτα σχέδια, αλλά μια σοβαρή αρρώστια τον έριξε στο κρεβάτι και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.

Δεν παντρεύτηκε ποτέ του και πέρασε όλη του την ζωή μένοντας μαζί με τον πατέρα του και την ορφανή ανιψιά του στην κατοικία του στο Κτήμα Γκιουέλ. Φανατικός Καταλανός, κάποτε συνελήφθη γιατί μιλούσε Καταλανικά σε έναν δρόμο που απαγορευόταν (!).

Πολλοί μελετητές του ισχυρίζονται ότι ο Αντονι έπασχε από αχρωματοψία και ότι κατάφερε να κατασκευάσει όλα του τα έργα με την βοήθεια του νεαρού αρχιτέκτονα Γιόσεπ Μαρία Χουγιόλ, ο οποίος τελούσε υπό την προστασία του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και ο ίδιος είχε αρχίσει να παραμελεί τον εαυτό του, να ντύνεται με κουβέρτες και να βγαίνει στον δρόμο ξυπόλητος. Στις 10 Ιουνίου 1926 ένα τραμ τον παρέσυρε σε ένα κεντρικό δρόμο της Βαρκελώνης και τον σκότωσε. Ο οδηγός είπε στις αστυνομικές αρχές ότι πέρασε τον Γκαουντί για ζητιάνο.

Οι περισσότερες σημειώσεις του συλλέχθηκαν από τους μαθητές του, καθότι ο ίδιος δεν αρεσκόταν ιδιαίτερα στο να γράφει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι με μια καριέρα τόσο λαμπρή, ο Γκαουντί δημοσίευσε μόνο ένα άρθρο σε κλαδικό αρχιτεκτονικό περιοδικό και ποτέ του δεν τον απασχόλησε να γίνει γνωστός. Χαρακτηριστικό επίσης είναι το ότι το 1910 ο Γκιουέλ διοργάνωσε στο Παρίσι μια έκθεση προς τιμήν του, αλλά ο Αντονι αρνήθηκε να παραστεί. Από το 1969, 17 από τα κτίρια ή τα έργα του έχουν ανακηρυχθεί Ισπανική Πολιτιστική Κληρονομιά και προστατεύονται από το κράτος με Νόμο.

Φωτ.: Wirestock

Ενας από τους ελάχιστους συναδέλφους του καλλιτέχνες ο οποίος τον στήριζε και τον υποστήριξε μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν ο τότε νεαρός Salvador Dali.

Η αρχιτεκτονική παρακαταθήκη του Γκαουντί έγκειται στο ότι κατάφερε να κατασκευάσει κάθε του κτίριο ως μια ολότητα, από τα θεμέλια μέχρι το περβάζι του παραθύρου κι από τις πόρτες μέχρι την παραμικρή διακοσμητική λεπτομέρεια. Εκτός από πάρκα, οικίες και Καθεδρικούς, σχεδίασε και έφτιαξε έπιπλα, παραθυρόφυλλα και σιδερένια αντικείμενα χωρίς ποτέ του να επαναλάβει μια φόρμα ή ένα σχέδιο του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι κάθε κτίριο φτιαγμένο από τον Γκαουντί έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δεν μοιάζει με κανένα άλλο.

Αυτό είναι άλλωστε και το στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τους υπολοίπους συναδέλφους του, έστω και έναν αιώνα μετά τον θάνατο του και κάνει τον θεατή να μην βαριέται ούτε στιγμή καμία από τις δημιουργίες του.