Έναν αιώνα μετά την ίδρυση του, το Bauhaus εξακολουθεί να είναι ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ρεύματα που ξεπήδησαν από τον 20ο αιώνα.
Όπως κάθε πνευματική ή καλλιτεχνική κίνηση που προέκυψε μετά από ένα τόσο καθοριστικής σημασίας γεγονός όπως ένας πόλεμος (ο Α’ Παγκόσμιος, εν προκειμένω), έτσι και το Bauhaus είχε εξαρχής ξεκάθαρη στόχευση: την ριζική αλλαγή της κοινωνίας και την αναζήτηση ενός νέου τρόπου ζωής, πολύ καλύτερου από αυτού που έζησαν οι άνθρωποι των πρώτων δυο δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Εργαλείο για όλα αυτά, σύμφωνα με τα λόγια ενός εκ των ιδρυτών του, του Γερμανού Walter Gropius, θα ήταν το «ανοιχτό πνεύμα» όλων των συμμετεχόντων του κινήματος απέναντι στις νέες προκλήσεις της εποχής και, ειδικά, η υιοθέτηση μιας πολύ πιο πρακτικής, παρά θεωρητικής, προσέγγισης απέναντι σε όλα και όλους.
Μέσω του εργαλείου αυτού, του ανοιχτόμυαλου πνεύματος, θα επιτυγχανόταν ο απώτερος στόχος, δηλαδή το Bauhaus να αποτελέσει μια ενιαία σχολή τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και ευρύτερα στις καλές τέχνες –γι’ αυτό, άλλωστε, και στους σπουδαστές του κινήματος διδασκόταν σχεδόν ως προαπαιτούμενο η υιοθέτηση μιας νέας και ενιαίας φόρμας που να συνδυάζει ταυτόχρονα αρχιτεκτονική, γλυπτική και ζωγραφική. Κάπως έτσι, στη σχολή του Gropius, ας πούμε, λειτουργούσαν εργαστήρια, μέσα στα οποία οι σπουδαστές της σχολής διδάσκονταν από ελεύθερο σχέδιο και ιστορία της τέχνης μέχρι μεταλλοτεχνία, υφαντουργική και καλλιγραφία. Ρεύμα-πολυεργαλείο, σαν να λέμε με στόχο την κατάκτηση του νταβιντσικού Homo Universalis.
Η σχολή λειτούργησε σε τρείς διαφορετικές πόλεις της Γερμανίας: αρχικά στην Βαϊμάρη από το 1919 ως το 1925, μετέπειτα στο Ντεσάου από το 1925 ως το 1932 και τέλος στο Βερολίνο από το 1932 ως το 1933.
Αντίστοιχα, τρεις υπήρξαν και οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του κινήματος: ο Gropius από το 1919 ως το 1928, ο Hannes Meyer από το 1928 ως το 1930 και ο Mies van der Rohe από το 1930 ως το 1933.
Και οι τρεις συνήθιζαν να επαναλαμβάνουν στους σπουδαστές τους τις βασικές αρχές του κινήματος: «στόχος μας είναι η απλότητα, η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα. Προτιμούμε τις γεωμετρικές φόρμες και απορρίπτουμε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο».
Ο παράγοντας «Δεσποτόπουλος»
Ένας εκ των πιο ταλαντούχων μαθητών του van der Rohe ήταν, την δεκαετία του 1920, ένας Έλληνας φοιτητής, ο μετέπειτα καθηγητής Ιωάννης Δεσποτόπουλος (1903 – 1992), ο οποίος στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Ο Δεσποτόπουλος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αρχιτέκτονας που έζησε για πάνω από δύο χρόνια στη Βαϊμάρη, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, και η «ολιστική» αυτή εμπειρία του από το Bauhaus υπήρξε καταλυτική για το μετέπειτα έργο του –άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο διάσημος έλληνας αρχιτέκτονας ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για την πολιτική και κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής, για την αρχιτεκτονική όχι τόσο ως «διάκοσμο», αλλά ως μέσο και εργαλείο βελτίωσης της ζωής των κατοίκων σε μια πόλη.
Το σημαντικότερο έργο του Δεσποτόπουλου στάθηκε το όραμά του για το Πολιτιστικό Κέντρο της Αθήνας –ένα όραμα που δυστυχώς τόσο για τον ίδιο, όσο και για την Αθήνα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ευτυχώς, ο Δεσποτόπουλος μας άφησε παρακαταθήκη το σημερινό Ωδείο Αθηνών, ίσως το καλύτερο δείγμα Bauhaus αρχιτεκτονικής στην πρωτεύουσα, ένα κτίριο που αποτελεί την επιτομή του αθηναϊκού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού.
Δεν είναι όμως μόνο το Ωδείο που διατηρείται μέχρι σήμερα ως σταθερή και στιβαρή ανάμνηση του κινήματος του Bauhaus. Υπάρχει επίσης η Αμερικανική Πρεσβεία, ένα χαρακτηριστικό «κυβιστικό» κτήριο, έμπνευσης του ίδιου του Gropius, ο οποίος, άλλωστε, έκανε και τα αρχικά σχέδια για την πρόσοψη του Porto Carras Grand Resort στην Χαλκιδική.
Δίπλα σε αυτά προστέθηκαν το Πολεμικό Μουσείο, η Εθνική Πινακοθήκη, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην Πλατεία Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και οι «γεωμετρικές» προσφυγικές πολυκατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα, των αρχιτεκτόνων Κ. Λάσκαρι και Δ. Κυριακού.
Με αφορμή αυτή την διαρκή και, επιβλητικά ασάλευτη θα λέγαμε, παρουσία των κτιρίων του Bauhaus στην Αθήνα, το Goethe-Institut Athen παρουσιάζει σε συνεργασία με τα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη και το Ωδείο Αθηνών τη νέα μόνιμη έκθεση με τίτλο «Από το κτήριο στην κοινότητα: Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και το Bauhaus».
Η έκθεση εγκαινιάζεται τη Δευτέρα 21 Μαρτίου, στις 6 το απόγευμα, στο Ωδείο Αθηνών [Ρηγίλλης και Βασ. Γεωργίου Β’ 17-19] με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
Με αφορμή την ανακαίνιση των χώρων του Ωδείου Αθηνών, η έκθεση στεγάστηκε στον 1ο όροφο και έλαβε μόνιμο χαρακτήρα. Επικεντρώνεται στην ιστορία του σημαντικού αυτού κτηρίου ενώ επίσης προσφέρει μια περιήγηση στις διάφορες πτυχές της σταδιοδρομίας του αρχιτέκτονα, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μοντερνισμού του 20ού αιώνα, και φωτίζει την περίοδο κατά την οποία σχεδιάστηκε και ανεγέρθηκε το Ωδείο Αθηνών.
Παράλληλα, η έκθεση λειτουργεί ως προτροπή προς τους επισκέπτες και τις επισκέπτριες να συνεχίσουν την περιήγησή τους στους υπόλοιπους χώρους του κτηρίου, με την επιδίωξη να γίνει κατανοητή η πρόθεση του αρχιτέκτονα να λειτουργήσει το κτήριο ως μέσο σύστασης μιας κοινότητας, η οποία θα μοιράζεται δημιουργικά το ενδιαφέρον της για τη μουσική και τις τέχνες.
Έναν αιώνα μετά την ίδρυση του, το Bauhaus εξακολουθεί να είναι ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ρεύματα που ξεπήδησαν από τον 20ο αιώνα.
Όπως κάθε πνευματική ή καλλιτεχνική κίνηση που προέκυψε μετά από ένα τόσο καθοριστικής σημασίας γεγονός όπως ένας πόλεμος (ο Α’ Παγκόσμιος, εν προκειμένω), έτσι και το Bauhaus είχε εξαρχής ξεκάθαρη στόχευση: την ριζική αλλαγή της κοινωνίας και την αναζήτηση ενός νέου τρόπου ζωής, πολύ καλύτερου από αυτού που έζησαν οι άνθρωποι των πρώτων δυο δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Εργαλείο για όλα αυτά, σύμφωνα με τα λόγια ενός εκ των ιδρυτών του, του Γερμανού Walter Gropius, θα ήταν το «ανοιχτό πνεύμα» όλων των συμμετεχόντων του κινήματος απέναντι στις νέες προκλήσεις της εποχής και, ειδικά, η υιοθέτηση μιας πολύ πιο πρακτικής, παρά θεωρητικής, προσέγγισης απέναντι σε όλα και όλους.
Μέσω του εργαλείου αυτού, του ανοιχτόμυαλου πνεύματος, θα επιτυγχανόταν ο απώτερος στόχος, δηλαδή το Bauhaus να αποτελέσει μια ενιαία σχολή τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και ευρύτερα στις καλές τέχνες –γι’ αυτό, άλλωστε, και στους σπουδαστές του κινήματος διδασκόταν σχεδόν ως προαπαιτούμενο η υιοθέτηση μιας νέας και ενιαίας φόρμας που να συνδυάζει ταυτόχρονα αρχιτεκτονική, γλυπτική και ζωγραφική. Κάπως έτσι, στη σχολή του Gropius, ας πούμε, λειτουργούσαν εργαστήρια, μέσα στα οποία οι σπουδαστές της σχολής διδάσκονταν από ελεύθερο σχέδιο και ιστορία της τέχνης μέχρι μεταλλοτεχνία, υφαντουργική και καλλιγραφία. Ρεύμα-πολυεργαλείο, σαν να λέμε με στόχο την κατάκτηση του νταβιντσικού Homo Universalis.
Η σχολή λειτούργησε σε τρείς διαφορετικές πόλεις της Γερμανίας: αρχικά στην Βαϊμάρη από το 1919 ως το 1925, μετέπειτα στο Ντεσάου από το 1925 ως το 1932 και τέλος στο Βερολίνο από το 1932 ως το 1933.
Αντίστοιχα, τρεις υπήρξαν και οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του κινήματος: ο Gropius από το 1919 ως το 1928, ο Hannes Meyer από το 1928 ως το 1930 και ο Mies van der Rohe από το 1930 ως το 1933.
Και οι τρεις συνήθιζαν να επαναλαμβάνουν στους σπουδαστές τους τις βασικές αρχές του κινήματος: «στόχος μας είναι η απλότητα, η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα. Προτιμούμε τις γεωμετρικές φόρμες και απορρίπτουμε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο».
Ο παράγοντας «Δεσποτόπουλος»
Ένας εκ των πιο ταλαντούχων μαθητών του van der Rohe ήταν, την δεκαετία του 1920, ένας Έλληνας φοιτητής, ο μετέπειτα καθηγητής Ιωάννης Δεσποτόπουλος (1903 – 1992), ο οποίος στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Ο Δεσποτόπουλος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αρχιτέκτονας που έζησε για πάνω από δύο χρόνια στη Βαϊμάρη, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, και η «ολιστική» αυτή εμπειρία του από το Bauhaus υπήρξε καταλυτική για το μετέπειτα έργο του –άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο διάσημος έλληνας αρχιτέκτονας ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για την πολιτική και κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής, για την αρχιτεκτονική όχι τόσο ως «διάκοσμο», αλλά ως μέσο και εργαλείο βελτίωσης της ζωής των κατοίκων σε μια πόλη.
Το σημαντικότερο έργο του Δεσποτόπουλου στάθηκε το όραμά του για το Πολιτιστικό Κέντρο της Αθήνας –ένα όραμα που δυστυχώς τόσο για τον ίδιο, όσο και για την Αθήνα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ευτυχώς, ο Δεσποτόπουλος μας άφησε παρακαταθήκη το σημερινό Ωδείο Αθηνών, ίσως το καλύτερο δείγμα Bauhaus αρχιτεκτονικής στην πρωτεύουσα, ένα κτίριο που αποτελεί την επιτομή του αθηναϊκού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού.
Δεν είναι όμως μόνο το Ωδείο που διατηρείται μέχρι σήμερα ως σταθερή και στιβαρή ανάμνηση του κινήματος του Bauhaus. Υπάρχει επίσης η Αμερικανική Πρεσβεία, ένα χαρακτηριστικό «κυβιστικό» κτήριο, έμπνευσης του ίδιου του Gropius, ο οποίος, άλλωστε, έκανε και τα αρχικά σχέδια για την πρόσοψη του Porto Carras Grand Resort στην Χαλκιδική.
Δίπλα σε αυτά προστέθηκαν το Πολεμικό Μουσείο, η Εθνική Πινακοθήκη, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην Πλατεία Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και οι «γεωμετρικές» προσφυγικές πολυκατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα, των αρχιτεκτόνων Κ. Λάσκαρι και Δ. Κυριακού.
Με αφορμή αυτή την διαρκή και, επιβλητικά ασάλευτη θα λέγαμε, παρουσία των κτιρίων του Bauhaus στην Αθήνα, το Goethe-Institut Athen παρουσιάζει σε συνεργασία με τα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη και το Ωδείο Αθηνών τη νέα μόνιμη έκθεση με τίτλο «Από το κτήριο στην κοινότητα: Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και το Bauhaus».
Η έκθεση εγκαινιάζεται τη Δευτέρα 21 Μαρτίου, στις 6 το απόγευμα, στο Ωδείο Αθηνών [Ρηγίλλης και Βασ. Γεωργίου Β’ 17-19] με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
Με αφορμή την ανακαίνιση των χώρων του Ωδείου Αθηνών, η έκθεση στεγάστηκε στον 1ο όροφο και έλαβε μόνιμο χαρακτήρα. Επικεντρώνεται στην ιστορία του σημαντικού αυτού κτηρίου ενώ επίσης προσφέρει μια περιήγηση στις διάφορες πτυχές της σταδιοδρομίας του αρχιτέκτονα, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μοντερνισμού του 20ού αιώνα, και φωτίζει την περίοδο κατά την οποία σχεδιάστηκε και ανεγέρθηκε το Ωδείο Αθηνών.
Παράλληλα, η έκθεση λειτουργεί ως προτροπή προς τους επισκέπτες και τις επισκέπτριες να συνεχίσουν την περιήγησή τους στους υπόλοιπους χώρους του κτηρίου, με την επιδίωξη να γίνει κατανοητή η πρόθεση του αρχιτέκτονα να λειτουργήσει το κτήριο ως μέσο σύστασης μιας κοινότητας, η οποία θα μοιράζεται δημιουργικά το ενδιαφέρον της για τη μουσική και τις τέχνες.