Η μετάφραση υπήρξε πάντοτε μια πράξη πολιτισμού, μια γέφυρα ανάμεσα σε κόσμους, μια απόπειρα να περάσει η ψυχή ενός κειμένου μέσα από τις λέξεις μιας άλλης γλώσσας χωρίς να χάσει τη θερμοκρασία της. Σήμερα όμως αυτή η γέφυρα έχει γίνει πεδίο μάχης. Στη μία πλευρά η τεχνητή νοημοσύνη, ο στρατός των αλγορίθμων που υπόσχεται μεταφράσεις σε δευτερόλεπτα. Στην άλλη οι άνθρωποι μεταφραστές, που βλέπουν το επάγγελμά τους να αλλάζει ριζικά από δημιουργική πράξη σε διαδικασία επιδιόρθωσης.
Οι περισσότεροι μεταφραστές πλέον δεν μεταφράζουν … διορθώνουν. Αναλαμβάνουν να καθαρίσουν, να εξομαλύνουν, να αποκαταστήσουν τα νοήματα που διαστρέβλωσε η μηχανή και η ειρωνεία είναι πως η τεχνολογία που υποτίθεται ότι θα τους απελευθέρωνε από τη ρουτίνα, τους έχει φυλακίσει μέσα σε αυτή.
Η μετάφραση μέσω τεχνητής νοημοσύνης έχει φτάσει σε εντυπωσιακά επίπεδα. Τα συστήματα μπορούν να αποδώσουν με σχετική ακρίβεια νομικά έγγραφα, τεχνικά εγχειρίδια ή ειδησεογραφικά κείμενα. Όμως εκεί που χρειάζεται ύφος, τόνος, ειρωνεία ή πολιτισμική συνάφεια η μηχανή δείχνει την ανικανότητά της. Οι λέξεις βγαίνουν σωστές, αλλά άψυχες. Οι φράσεις κατανοητές, αλλά άοσμες. Είναι σαν να ακούς μια μουσική χωρίς ανθρώπινη ανάσα, τέλεια συντονισμένη αλλά απολύτως άδεια.
Έτσι γεννήθηκε το νέο επάγγελμα, ο “μεταφραστής-διορθωτής”. Εκείνος που δεν δημιουργεί εξ αρχής, αλλά επιβλέπει. Ο οποίος δεν αποδίδει πια το νόημα, αλλά επιβεβαιώνει αν το νόημα βγήκε όπως πρέπει. Είναι ένας ρόλος τεχνικού ελέγχου, όχι δημιουργού. Ένα παράδοξο: όσο πιο “έξυπνη” γίνεται η μηχανή, τόσο πιο ανθρώπινη γίνεται η εργασία που χρειάζεται να τη διορθώσει.
Η εργασία αυτή όμως είναι εξουθενωτική. Ο μεταφραστής βρίσκεται αντιμέτωπος όχι με τη χαρά της δημιουργίας, αλλά με τη μονοτονία της επαναδιόρθωσης. Κάθε παράγραφος μοιάζει με μισοτελειωμένο πίνακα που πρέπει να ξαναζωγραφιστεί και το χειρότερο: το έργο του σπάνια αναγνωρίζεται. Ο πελάτης πιστεύει ότι “μετέφρασε η μηχανή”. Ο διορθωτής είναι απλώς το αόρατο χέρι που διόρθωσε το λάθος, η σιωπηλή παρουσία που διασώζει το νόημα από τον θόρυβο.
Στη σημερινή αγορά αυτή η μετάβαση έχει και οικονομικές συνέπειες. Οι αμοιβές πέφτουν, οι προθεσμίες συντομεύουν, η ποιότητα θυσιάζεται στον βωμό της ταχύτητας. Η μετάφραση έχει γίνει μια αλυσίδα παραγωγής, όπου το κείμενο περνά από το φίλτρο της μηχανής, μετά από τον άνθρωπο μετά ξανά από το λογισμικό. Ο χρόνος συμπιέζεται, αλλά η αξία χάνεται.
Οι ίδιοι οι μεταφραστές περιγράφουν αυτή τη διαδικασία σαν να δουλεύουν πάνω σε ένα σώμα χωρίς ψυχή. Η τεχνητή νοημοσύνη τους παραδίδει ένα αποτέλεσμα “σωστό” μεν, αλλά που δεν αναπνέει και εκείνοι καλούνται να του δώσουν ζωή, να του εμφυσήσουν ρυθμό, ειρμό, ευαισθησία. Είναι σαν να προσπαθείς να μεταφράσεις όχι τις λέξεις, αλλά το συναίσθημα που η μηχανή δεν μπορεί να νιώσει.
Όμως το πρόβλημα δεν είναι μόνο τεχνικό, είναι βαθιά πολιτισμικό. Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας, αποτελεί ένα σύστημα αξιών, ιστορίας, ταυτότητας. Όταν αφήνεις τη μηχανή να την ερμηνεύσει χωρίς ανθρώπινο έλεγχο, αρχίζεις να χάνεις κάτι πιο ουσιαστικό: τη δυνατότητα να σκεφτείς μέσα από τη γλώσσα. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν γνωρίζει αποχρώσεις, υπαινιγμούς, ειρωνείες, διακειμενικότητα. Δεν έχει βιώματα. Δεν έχει αμφιβολίες κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η ανθρώπινη σοφία.
Ένας αλγόριθμος μπορεί να αποδώσει τη φράση “to be or not to be”, αλλά δεν μπορεί να νιώσει τι σημαίνει. Δεν ξέρει τι σημαίνει η σιωπή ανάμεσα στα δύο ρήματα.
Στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, το φαινόμενο αυτό παίρνει ήδη διαστάσεις. Οι μεταφραστές που συνεργάζονται με εκδοτικούς οίκους ή οργανισμούς καταθέτουν την ίδια μαρτυρία: τα προγράμματα μηχανικής μετάφρασης χρησιμοποιούνται πλέον ως προεπεξεργασία. Το σύστημα μεταφράζει, ο άνθρωπος επιμελείται. Όμως η επιμέλεια αυτή, που συχνά απαιτεί περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι η αρχική μετάφραση, πληρώνεται λιγότερο. Είναι η σιωπηλή απαξίωση της δεξιοτεχνίας.
Μέσα σε αυτή τη μετάβαση, ένα ερώτημα πλανάται: μπορεί η γλώσσα να επιβιώσει χωρίς την ανθρώπινη ευαισθησία που τη δημιούργησε; Μπορεί η μετάφραση να μείνει πράξη πολιτισμού όταν γίνεται προϊόν αυτοματισμού; Η απάντηση ίσως βρίσκεται σε μια νέα ισορροπία. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο, όχι ως αντικαταστάτης. Μπορεί να απελευθερώσει τον μεταφραστή από τα τετριμμένα, όχι να τον μετατρέψει σε επιδιορθωτή της. Η πρόοδος δεν είναι να εξαφανίσουμε τον άνθρωπο από τη διαδικασία, αλλά να του δώσουμε περισσότερο χώρο να κάνει ό,τι η μηχανή δεν μπορεί: να κατανοήσει.
Η γλώσσα είναι το πιο ανθρώπινο δημιούργημα. Δεν φτιάχτηκε για να μετριέται με ακρίβεια, αλλά για να μεταφέρει νόημα, συγκίνηση, αντίφαση. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να υπολογίσει, αλλά δεν μπορεί να αισθανθεί κι αν κάτι μας διδάσκει η εποχή της μηχανικής μετάφρασης είναι πως ο κόσμος δε χρειάζεται περισσότερες λέξεις, χρειάζεται καλύτερη ακρόαση.
Ίσως οι μεταφραστές του μέλλοντος να μην είναι απλώς διορθωτές λαθών της τεχνητής νοημοσύνης. Ίσως να είναι θεματοφύλακες του ανθρώπινου τρόπου να μιλάμε εκείνοι που φυλάνε τη μουσική μέσα στις λέξεις, όταν όλα γύρω τους γίνονται ψηφία, γιατί στο τέλος όση πρόοδος κι αν κάνει η μηχανή η μετάφραση θα παραμένει αυτό που ήταν πάντα: μια πράξη κατανόησης και η κατανόηση, όπως η αγάπη, δε διδάσκεται σε αλγορίθμους.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.