Οι τιμές δεν καθορίζονται πια από το ένστικτο του μπακάλη της γειτονιάς, αλλά από κάτι πιο ψυχρό: τους αλγορίθμους. Δε συνωμοτούν σε σκοτεινά πίσω δωμάτια, δεν καπνίζουν πούρα, δεν κλείνουν συμφωνίες κάτω από τραπέζια και καταφέρνουν να κάνουν ακριβώς αυτό που κάποτε απαγόρευε η νομοθεσία περί ανταγωνισμού: να ανεβάζουν τις τιμές σε βάρος των ανθρώπων. Χωρίς πρόθεση, χωρίς συνείδηση, χωρίς καν επίγνωση. Απλώς… επειδή έτσι προκύπτει από τα μαθηματικά. 

Η παράξενη ειρωνεία είναι ότι οι αλγόριθμοι δε χρειάζεται να “συμφωνήσουν” για να συμπεριφερθούν σαν καρτέλ. Δεν χρειάζεται να ανταλλάξουν μηνύματα, ούτε να υπογράψουν συμβόλαια. Μπορούν να συγκλίνουν σε υψηλές τιμές απλά… Πρόκειται για τον πιο επικίνδυνο τύπο συμπαιγνίας: εκείνον που δεν έχει κανέναν “ένοχο”. 

Η ιστορία μάς έχει μάθει να φοβόμαστε τους επιχειρηματίες που τα βρίσκουν μεταξύ τους. Αν δύο έμποροι αποφασίσουν κρυφά να ανεβάσουν τις τιμές, ο νόμος θα τους κυνηγήσει, αλλά τι γίνεται όταν η συνεννόηση δεν υπάρχει, όταν δεν υπάρχει δόλος, όταν δεν υπάρχει καν άνθρωπος να συνεννοηθεί; Τι γίνεται όταν η “συνεννόηση” είναι το στατιστικό αποτέλεσμα δύο αλγοριθμικών εγκεφάλων που προσπαθούν απλώς να κάνουν τη δουλειά τους; 

Σήμερα, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις, από ξενοδοχεία έως πλατφόρμες λιανικής αναθέτουν τον καθορισμό των τιμών σε προγράμματα που μαθαίνουν από τα δεδομένα της αγοράς. Αυτοί οι αλγόριθμοι δοκιμάζουν τιμές, υπολογίζουν έσοδα, αντιδρούν στον ανταγωνιστή. Σε ένα μακρόσυρτο “παιχνίδι” τιμών, μαθαίνουν ότι αν τιμωρήσουν τον αντίπαλο με πολεμικές εκπτώσεις όταν αυτός ρίχνει τις τιμές, τότε και οι δύο συμφέρει να παραμείνουν ακριβοί, επειδή φοβούνται τις μαθηματικές συνέπειες του ανταγωνισμού. Η απειλή υποκαθιστά τη συμφωνία. 

Όπως σημειώνουν ερευνητές, οι αλγόριθμοι μαθαίνουν να εκδικούνται και έτσι σταθεροποιούν μια ισορροπία ακριβών τιμών. Μια ισορροπία όχι ανθρώπινη, αλλά μαθηματική. Πώς ρυθμίζεις κάτι που δεν έχει καν πρόθεση; Πώς τιμωρείς ένα αποτέλεσμα χωρίς να υπάρχει κάποιος υπεύθυνος; 

Μπορεί δηλαδή μια στρατηγική εντελώς “χαζή” να επιλέγει τιμές τυχαία από ένα εύρος να είναι τόσο επικερδής που να κρατάει όλη την αγορά ψηλά. Η ηλιθιότητα γίνεται στρατηγική και το χειρότερο; Δεν είναι παράνομη. Όπως σχολιάζει ο ερευνητής Aaron Roth: «Το να είσαι χαζός δεν ήταν ποτέ παράνομο». 

Η κοινωνία ξέρει να ρυθμίζει ανθρώπινες συμπεριφορές. Ξέρει να τιμωρεί τη διαφθορά, τον δόλο, την απάτη. Όμως πως ρυθμίζεις έναν αλγόριθμο που δεν έχει ούτε κακή πρόθεση ούτε καλή; Πώς δαμάζεις μια λογική που προσπαθεί μόνο να βελτιστοποιήσει κέρδη; Το πρόβλημα δεν είναι πια η απληστία, αλλά η γραμμική λογική και αυτή δεν φυλακίζεται. 

Εδώ η πολιτική αδυνατεί. Η νομική βασίζεται στη σύλληψη του δόλου. Η τεχνολογική πραγματικότητα βασίζεται στη σύλληψη του αποτελέσματος. Η σύγκρουση αυτ είναι φιλοσοφική. Ποιος είναι υπεύθυνος για μια τιμή που κανείς δεν διάλεξε; Ποιος είναι ο ένοχος όταν ο ένοχος είναι ένας μαθηματικός κανόνας; 

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο δεν είναι ότι οι τιμές ανεβαίνουν. Είναι ότι το κάνουν χωρίς πρόθεση, χωρίς σχέδιο, χωρίς να μπορούμε να εντοπίσουμε τον ενόχου. Το φαινόμενο μοιάζει με μια αγορά που αυτοματοποιείται στη συμπαιγνία επειδή η λογική του κέρδους δεν είναι κοινωνική, αλλά γεωμετρική. 

Αν το 20ό αιώνα τον σημάδεψε ο φόβος της μεγάλης συμφωνίας πίσω από κλειστές πόρτες, ο 21ος ίσως σημαδευτεί από την κατάρα της μη-συμφωνίας. Από τις τιμές που ανεβαίνουν όχι επειδή κάποιοι τα βρήκαν, αλλά επειδή κανείς δεν μιλά πια. Μόνο υπολογίζει. Σε αυτή την παράξενη περίοδο που διανύουμε το ζητούμενο δεν είναι να αποκαλύψουμε τις συνωμοσίες. Είναι να ανακαλύψουμε πως ρυθμίζεις κάτι που δεν συνωμοτεί. Αυτό είναι το νέο πολιτικό ερώτημα: πώς προστατεύεις τον άνθρωπο από την τέλεια λογική; 

*Με στοιχεία από το Wired 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.