Το καλοκαίρι που πέρασε η τεχνολογική βιομηχανία ανέβηκε με ενθουσιασμό και ίσως με μια δόση παραλογισμού στο “τρένο της τρέλας” της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ένα τρένο που δε δείχνει να επιβραδύνει παρά τις προειδοποιήσεις ότι οι ράγες του ίσως είναι φτιαγμένες από ψευδαισθήσεις και δανεικά. Την ατμομηχανή της νέας αυτής φούσκας δεν κινεί μόνο ο τεχνολογικός ζήλος, αλλά όπως πάντα το κεφάλαιο της Wall Street που βλέπει στην ΤΝ όχι απλώς ένα εργαλείο προόδου, αλλά μια νέα πηγή υπερκερδών. 

Πίσω από τον πυρετό των επενδύσεων διαμορφώνεται ένα περίπλοκο σύστημα χρηματοδότησης. Δάνεια, κυκλικές συμφωνίες, χρηματοοικονομικά σχήματα που θυμίζουν έντονα τις εποχές των subprime στεγαστικών και της φούσκας των dot-com. Ο δημοσιογράφος Dakin Campbell, βετεράνος των οικονομικών ρεπορτάζ το είπε ξεκάθαρα: «Το έχουμε ξαναδεί αυτό το έργο». Οι δομημένες πιστώσεις δεν είναι εξ ορισμού επικίνδυνες, αλλά απλώνουν τον κίνδυνο σε τέτοιο βαθμό που κανείς δε ξέρει πραγματικά ποιος τον κρατά στα χέρια του και όταν έρθει η ώρα της κρίσης όλοι ψάχνουν τον επόμενο. 

Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι σήμερα το νέο “χρυσάφι” της Wall Street. Οι εταιρείες επενδύουν σε υποδομές με ξέφρενο ρυθμό: data centers, GPU, ηλεκτρικά δίκτυα, ψυκτικά συστήματα ολόκληρες πόλεις από ατσάλι και πυρίτιο. Το ερώτημα όμως, είναι κατά πόσο αυτές οι επενδύσεις δημιουργούν πραγματικό, διαρκές κεφάλαιο ή αν πρόκειται για μια ακόμα φούσκα που θα σκάσει όταν στερέψει η υπομονή των επενδυτών. 

Οι παλιές αναλογίες επιστρέφουν. Είναι η σημερινή επένδυση στην ΤΝ ό,τι ήταν κάποτε οι σιδηρόδρομοι, ένα αρχικά ζημιογόνο αλλά τελικά μεταμορφωτικό εγχείρημα; Ή μήπως μοιάζει περισσότερο με το φούσκωμα των οπτικών ινών στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν η προσδοκία ξεπέρασε τη λογική; Οι σιδηροδρομικές γραμμές όσο κι αν κόστισαν έμειναν πίσω ως μόνιμη υποδομή. Οι GPU από την άλλη έχουν κύκλο ζωής λίγων ετών. Όπως σημειώνει ο επιστήμονας Paul Kedrosky σχεδόν το 60% του κόστους ενός data center αφορά αυτές τις κάρτες γραφικών υψηλής ισχύος. Πόσο διαρκεί λοιπόν μια επένδυση όταν ο βασικός της εξοπλισμός απαξιώνεται μέσα σε έξι χρόνια; 

Πέρα όμως από τα οικονομικά υπάρχει και η ουσία: τι ακριβώς χτίζουμε; Η αγορά της ΤΝ μοιάζει σήμερα με τεράστιο πείραμα που δεν έχει ακόμα βρει σταθερό έδαφος. Οι εταιρείες επενδύουν όχι τόσο για να προσφέρουν χειροπιαστές λύσεις, αλλά για να προλάβουν την “επόμενη μεγάλη επανάσταση”. Όλοι θέλουν να είναι εκεί όταν (και αν) γεννηθεί η περίφημη AGI που θα σκέφτεται και θα μαθαίνει όπως ο άνθρωπος. Μέχρι τότε όμως οι εφαρμογές της παραμένουν αποσπασματικές: εντυπωσιακές μεν, αλλά δύσκολα επαναλήψιμες και συχνά αναξιόπιστες. 

Κάπου εδώ αρχίζει να φαίνεται το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την προσδοκία. Όπως παρατηρεί ο Campbell, οι εταιρείες θα πρέπει αργά ή γρήγορα να στραφούν από το όραμα του “υπερνοήμονος μηχανήματος” στην ανάπτυξη πρακτικών εφαρμογών που λύνουν υπαρκτά προβλήματα. Το inference, δηλαδή η ικανότητα των μοντέλων να απαντούν σε πραγματικά ερωτήματα μπορεί να κρατήσει τη φλόγα ζωντανή μόνο για λίγο. Χωρίς αξιόπιστα προϊόντα, χωρίς σταθερή απόδοση, χωρίς κάτι που να αγγίζει την καθημερινή ζωή η αγορά δεν μπορεί να συντηρήσει το όραμα επ’ άπειρον. 

Η Wall Street βέβαια έχει τη δική της λογική. Δεν επενδύει απαραίτητα σε ιδέες, αλλά σε αφηγήματα και το αφήγημα της ΤΝ είναι σήμερα το πιο ισχυρό που υπάρχει: «δημιουργικότητα χωρίς όρια», «παραγωγικότητα χωρίς ανθρώπινη φθορά», «πρόοδος χωρίς καθυστέρηση». Οι επενδυτές αγοράζουν ελπίδα κι η τελευταία είναι πάντα ένα επικίνδυνο νόμισμα. 

Η αλήθεια είναι ότι η ΤΝ έχει ήδη αποδείξει την αξία της σε μικρά, καθημερινά επίπεδα. Από τα εργαλεία γραφής όπως το Grammarly μέχρι τα συστήματα αναζήτησης και οργάνωσης δεδομένων μπορεί να προσφέρει έμπνευση, ταχύτητα, διευκόλυνση. Όταν όμως της ζητείται να αντικαταστήσει την ανθρώπινη κρίση ή να δώσει απαντήσεις αυστηρά βασισμένες στα δεδομένα, τα αποτελέσματα είναι συχνά απογοητευτικά. Η ΤΝ καταλαβαίνει τη γλώσσα, όχι όμως το νόημα. 

Αυτό το χάσμα ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο είναι που κάνει πολλούς να ανησυχούν. Γιατί όσο πιο πολύ το “τρένο της τρέλας” επιταχύνει, τόσο πιο θολή γίνεται η γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και την αυταπάτη. Το ίδιο είχε συμβεί και με τις αγορές ακινήτων πριν από το 2008, το ίδιο και με το διαδίκτυο στα τέλη του ’90: όλοι ήξεραν ότι το όνειρο δεν ήταν βιώσιμο, αλλά κανείς δεν ήθελε να κατεβεί πρώτος από το τρένο. 

Η Wall Street συνεχίζει να τροφοδοτεί την ατμομηχανή, επενδύοντας σε κάτι που θυμίζει περισσότερο πίστη παρά λογική. Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνολογία, είναι η ταχύτητα με την οποία τη μετατρέπουμε σε προϊόν χωρίς να έχουμε ακόμη καταλάβει τις συνέπειες. Η καινοτομία απαιτεί χρόνο, αποτυχία, δοκιμή. Η χρηματοοικονομική βιομηχανία όμως απαιτεί ρυθμούς διψήφιων αποδόσεων. 

Όπως και στις προηγούμενες τεχνολογικές φούσκες κάποιοι θα πλουτίσουν, κάποιοι θα καταστραφούν και λίγα από όσα χτιστούν σήμερα θα αντέξουν στο χρόνο. Ίσως μείνουν πίσω τα data centers όπως έμειναν οι σιδηρόδρομοι ως μάρτυρες μιας εποχής τρέλας και φιλοδοξίας. Μέχρι τότε το τρένο της Τεχνητής Νοημοσύνης θα συνεχίσει να σφυρίζει, φορτωμένο με κεφάλαια, προσδοκίες και φόβους και όπως σε κάθε τρένο της τρέλας κανείς δε ξέρει αν στο τέλος θα βρεθούμε στον προορισμό της προόδου ή στο αδιέξοδο της ύβρεως. 

*Με στοιχεία από το Business Insider 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.